Ο νεαρός αρχιτέκτων από την Τανζανία διένυσε πολλά χιλιόμετρα και πειραματίστηκε με άπειρα υλικά αναζητώντας την κατοικία-πρότυπο. Τελικά κατάφερε να γίνει ο αγαπημένος των πιο αβανγκάρντ Βρετανών. Τον συναντήσαμε πριν από τη διάλεξή του στο Μέγαρο Μουσικής και προσπαθήσαμε να τον καταλάβουμε. Διανοητής, καλλιτέχνης ή επαναστάτης με αιτία;
Πριν από επτά χρόνια, στο γύρισμα της τηλεοπτικής σειράς «Dreamspaces» του BBC – με λήψεις από ελικόπτερο που ίπταται επάνω από την ταράτσα ενός ουρανοξύστη στο Λονδίνο –, ο αρχιτέκτονας David Adjaye στεκόταν αποφασιστικά στην κορυφή του κτιρίου με την αυτοπεποίθηση ενός ανερχόμενου αστέρα, έχοντας δίπλα του τους δύο άλλους παρουσιαστές της εκπομπής του . Τότε, στα 37 του, ο Adjaye μιλούσε για τη Σεβίλλη με τα έργα του Καλατράβα, για τον σταθμό μετεπιβίβασης στο λιμάνι της Γιοκοχάμα, έργο των FOA, για τα κλαμπ του Λονδίνου. Το επικοινωνιακό χάρισμα και η άνεση λόγου ήταν εμφανή από την πρώτη στιγμή. Γεννήθηκε στην Τανζανία, σπούδασε στο Royal College of Art στο Λονδίνο, και πλέον έχει καταφέρει να βρεθεί στην κορυφή της αγγλικής αρχιτεκτονικής σκηνής (έχει έδρα το Λονδίνο), σχεδιάζοντας κατοικίες για επιτυχημένους εικαστικούς και προσωπικότητες των media, όπως ο Κρις Οφίλι, ο Tιμ Νομπλ και η Σου Γουέμπστερ, ο Γιούαν Μακ Γκρέγκορ και ο Aλεξάντερ Μακ Κουίν. Οι άνθρωποι αυτοί του είχαν παραχωρήσει κάτι σπάνιο: το περιθώριο να χειριστεί με μια εικαστική αντίληψη υλικά και χώρους. Και ο ίδιος τούς το ανταπέδωσε με χώρους απλότητας αλλά και πλούτο χρωμάτων και υφών αριστοτεχνικά συνδυασμένων μεταξύ τους, δίνοντας μια πολύχρωμη μοντέρνα αρχιτεκτονική, στον αντίποδα των αντισηπτικών, αποστειρωμένων λευκών εσωτερικών. Οσο για τα νέα projects του, όπως η πρότασή του για το Smithsonian’s National Museum of African-American History and Culture στην Ουάσιγκτον ή το Moscow School of Management- Skolkovo, τον έχουν αναδείξει αρχιτέκτονα έργων μεγάλης κλίμακας, οι αναθέσεις των οποίων τον ωθούν στα πέρατα της Γης, τώρα πια όχι ως παρουσιαστή των έργων συναδέλφων του αλλά για τις δικές του δουλειές.
Πώς αποφασίσατε να γίνετε αρχιτέκτονας;
«Το ενδιαφέρον μου κινήθηκε αφού πήγα στο Royal College of Art (RCA) και διαπίστωσα τον κοινωνικό ρόλο της αρχιτεκτονικής. Ασφαλώς είχε να κάνει και με την παιδική μου ηλικία, μια και ο πατέρας μου ήταν γκανέζος διπλωμάτης και κάναμε συχνά ταξίδια, κατά τη διάρκεια των οποίων ήρθα σε επαφή με διάφορους πολιτισμούς και αρχιτεκτονικές παραδόσεις. Ετσι στο RCA βγήκαν στην επιφάνεια πράγματα που συνέβαιναν στο πίσω μέρος του μυαλού μου».
«Το ενδιαφέρον μου κινήθηκε αφού πήγα στο Royal College of Art (RCA) και διαπίστωσα τον κοινωνικό ρόλο της αρχιτεκτονικής. Ασφαλώς είχε να κάνει και με την παιδική μου ηλικία, μια και ο πατέρας μου ήταν γκανέζος διπλωμάτης και κάναμε συχνά ταξίδια, κατά τη διάρκεια των οποίων ήρθα σε επαφή με διάφορους πολιτισμούς και αρχιτεκτονικές παραδόσεις. Ετσι στο RCA βγήκαν στην επιφάνεια πράγματα που συνέβαιναν στο πίσω μέρος του μυαλού μου».
Η επίδραση της αρχιτεκτονικής στην κοινωνία είναι τελικά κάτι εφικτό ή πρόκειται απλώς για μια ρητορική διακήρυξη των αρχιτεκτόνων;
«Δεν θεωρώ ότι αυτή η επίδραση μένει μόνο στα χαρτιά. Η σπουδαία αρχιτεκτονική συνεισφέρει ουσιωδώς στο να δώσει μορφή στα «πιστεύω» μιας κοινωνίας και η αρχιτεκτονική δημόσιων κτιρίων έχει την κύρια ευθύνη, απεικονίζει τη συμπεριφορά μας στον δημόσιο χώρο, τις σχέσεις μεταξύ μας και τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε το μέλλον μας».
«Δεν θεωρώ ότι αυτή η επίδραση μένει μόνο στα χαρτιά. Η σπουδαία αρχιτεκτονική συνεισφέρει ουσιωδώς στο να δώσει μορφή στα «πιστεύω» μιας κοινωνίας και η αρχιτεκτονική δημόσιων κτιρίων έχει την κύρια ευθύνη, απεικονίζει τη συμπεριφορά μας στον δημόσιο χώρο, τις σχέσεις μεταξύ μας και τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε το μέλλον μας».
Πώς εξηγείτε ότι σχεδιάζετε τις κατοικίες ως «καταφύγια» απόλυτης ιδιωτικότητας και εσωστρέφειας, χωρίς κανένα παράθυρο προς τον δρόμο;
«Το χαρακτηριστικό αυτό είναι αποτέλεσμα μιας ανάγνωσης που κάνω για τις εξελίξεις της πόλης μετά τη Χάρτα των Αθηνών το 1933 (σ.σ.: η διακήρυξη για τη λειτουργική πόλη από το Congres Internationaux d’Architecture Moderne). Η ιδέα γύρω από την πόλη και την αλληλεπίδρασή της με τους πολίτες έχει αλλάξει δραστικά, εν τούτοις η αντίληψη της έννοιας του σπιτιού δεν έχει τεθεί υπό διερεύνηση. Κατά κάποιον τρόπο αντιλαμβανόμαστε ακόμη την κατοικία ως τμήμα μιας καλοσχεδιασμένης πόλης. Η δική μου θέση είναι ότι σε μια εποχή όπου τα δημόσια κτίρια επιβάλλεται να έχουν πορώδη, διαπερατά κελύφη, το σπίτι έχει την ανάγκη να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά ενός χώρου απομόνωσης. Η αποκοπή του σπιτιού από την πόλη για εμένα είναι δεδομένη, απλώς το εφαρμόζω με ριζοσπαστικό τρόπο».
«Το χαρακτηριστικό αυτό είναι αποτέλεσμα μιας ανάγνωσης που κάνω για τις εξελίξεις της πόλης μετά τη Χάρτα των Αθηνών το 1933 (σ.σ.: η διακήρυξη για τη λειτουργική πόλη από το Congres Internationaux d’Architecture Moderne). Η ιδέα γύρω από την πόλη και την αλληλεπίδρασή της με τους πολίτες έχει αλλάξει δραστικά, εν τούτοις η αντίληψη της έννοιας του σπιτιού δεν έχει τεθεί υπό διερεύνηση. Κατά κάποιον τρόπο αντιλαμβανόμαστε ακόμη την κατοικία ως τμήμα μιας καλοσχεδιασμένης πόλης. Η δική μου θέση είναι ότι σε μια εποχή όπου τα δημόσια κτίρια επιβάλλεται να έχουν πορώδη, διαπερατά κελύφη, το σπίτι έχει την ανάγκη να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά ενός χώρου απομόνωσης. Η αποκοπή του σπιτιού από την πόλη για εμένα είναι δεδομένη, απλώς το εφαρμόζω με ριζοσπαστικό τρόπο».
Πόσο μακριά βρισκόμαστε από μια «διάφανη» κοινωνία, στην οποία το δημόσιο έχει πλήρως διεισδύσει στο ιδιωτικό, όπως απεικόνιζε η ταινία «MinorityReport»; «Μα, είναι ήδη πραγματικότητα. Ο δημόσιος χώρος αντανακλάται στο εσωτερικό σε τέτοιον βαθμό – πράγματα που σχετίζονται με το έξω καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος του σπιτιού, όπως συλλεκτικά αυτοκίνητα σε γυάλινες προθήκες, εσωτερικές πισίνες, homecinema –, που ακόμη και η αρχιτεκτονική κατοικιών κατά κάποιον τρόπο αντιγράφει αυτήν τη διαπραγμάτευση, π.χ. τεράστιες τζαμαρίες «εκθέτουν»τον εσωτερικό χώρο σαν μουσειακή βιτρίνα».
Θα λέγατε ότι τα έργα σας αντιπροσωπεύουν ένα είδος έρευνας;
«Ναι, αλλά δεν έχει να κάνει τόσο με τη διερεύνηση τεχνικών όσο με τη διερεύνηση ιδεών. Για μένα οι ιδέες είναι τα αντικείμενα. Εχω εργαστεί για τον γνωστό πορτογάλο αρχιτέκτονα Eduardo Soutο de Moura, ο οποίος πάντα μιλάει για την κατοικία ως το αιώνιο πρότυπο. Στην ιαπωνική κουλτούρα η κατοικία είναι το πρότυπο που επαναλαμβάνεται διαρκώς και η πόλη γίνεται κατανοητή μέσα από αυτό. Το ίδιο ισχύει και στην αφρικανική κουλτούρα: Η κατοικία γίνεται ένας χώρος στον οποίο δοκιμάζεις και ερευνάς διαφορετικές κινητικότητες. Αναφέρομαι σε σενάρια διάρθρωσης του χώρου, κάτι στο οποίο επικεντρώνομαι όταν σχεδιάζω κατοικίες».
«Ναι, αλλά δεν έχει να κάνει τόσο με τη διερεύνηση τεχνικών όσο με τη διερεύνηση ιδεών. Για μένα οι ιδέες είναι τα αντικείμενα. Εχω εργαστεί για τον γνωστό πορτογάλο αρχιτέκτονα Eduardo Soutο de Moura, ο οποίος πάντα μιλάει για την κατοικία ως το αιώνιο πρότυπο. Στην ιαπωνική κουλτούρα η κατοικία είναι το πρότυπο που επαναλαμβάνεται διαρκώς και η πόλη γίνεται κατανοητή μέσα από αυτό. Το ίδιο ισχύει και στην αφρικανική κουλτούρα: Η κατοικία γίνεται ένας χώρος στον οποίο δοκιμάζεις και ερευνάς διαφορετικές κινητικότητες. Αναφέρομαι σε σενάρια διάρθρωσης του χώρου, κάτι στο οποίο επικεντρώνομαι όταν σχεδιάζω κατοικίες».
Το ενδιαφέρον σας για το πώς ένας χώρος προκαλεί τις αισθήσεις διαφαίνεται ιδίως στις εφήμερες κατασκευές σας, όπως το περίπτερο Your Black Horizon που σχεδιάσατε για την Μπιενάλε Βενετίας (2006) σε συνεργασία με τον δανό εικαστικό Olafur Eliasson. Η σχεδιαστική αυτή άποψη σχετίζεται με την εκτενή συνεργασία σας με εικαστικούς; «Ευτυχώ μέσα από τον διάλογο με τους εικαστικούς. Βρίσκω γοητευτικό ότι δεν θεωρούν κάτι πλήρες ή άξιο λόγου, αν η ιδέα – με την εικαστική της έννοια – δεν αποκτά σε απόλυτο βαθμό τη φυσική της διάσταση στον κόσμο ως γλυπτό ή ως εγκατάσταση. Συνεπώς η υλοποίηση της αρχικής ιδέας, χωρίς αλλοιώσεις ή επεμβάσεις πρακτικού χαρακτήρα που θα υποβίβαζαν ένα έργο τέχνης, είναι το ύψιστο παιχνίδι και η συνεργασία με καλούς εικαστικούς δεν σε αφήνει ποτέ να το ξεχάσεις. Για μένα αυτό είναι ένα θαυμαστό γιατρικό που με στήριξε στην αρχή της καριέρας μου και με βοήθησε στον τρόπο με τον οποίο εστιάζω στα πράγματα. Αποτελεί πλέον στρατηγική του γραφείου μου το να αντιμετωπίζουμε την ιδέα ως το ίδιο το αντικείμενο».
Με ποιον τρόπο η εκπομπή «Dreamspaces» στο BBC (2003-2004) αντικατοπτρίζει τη στάση σας απέναντι στην αρχιτεκτονική;
«Τότε, ως επαγγελματίας που φτιάχνει πράγματα τα οποία αφορούν τον κόσμο, είχα ενδιαφέρον για τα media θέλοντας να κατανοήσω τη σημασία της ενασχόλησης με τα κοινά – με την ελληνορωμαϊκή έννοια, της συμμετοχής δηλαδή του ατόμου στη δημόσια ζωή και της ευθύνης που έχει μέσα στην κοινωνία. Ετσι, η τηλεόραση και οι εκπομπές με θέμα το ντιζάιν έγιναν το μέσο για να τεθεί η ιδέα ως θέμα συζήτησης αλλά και για να αποκτήσω εικόνα για διαφορετικές πλατφόρμες επικοινωνίας και για το πώς περνάς στον κόσμο τις ιδέες σου. Τώρα, πλέον, έχω φύγει από αυτό όχι για κάποιον άλλο λόγο, αλλά διότι είναι εξαιρετικά χρονοβόρο. Ηταν μια περίοδος πολύ διδακτική, υπήρχε ένα είδος διαλόγου με το κοινό και όλο αυτό είχε μεγάλο ενδιαφέρον».
Σε ένα επεισόδιο πήρατε συνέντευξη από τον «ζωντανό θρύλο» της βραζιλιάνικης αρχιτεκτονικής Oscar Niemeyer... «Πρόκειται για τον μεγαλύτερο αρχιτέκτονα του 20ού αιώνα. Στη δουλειά του υπάρχει μια απουσία φορμαλισμού, κάτι που είναι πολύ αναζωογονητικό. Βρίσκω απίστευτη ικανότητα το να διαθέτεις μια πλήρη αρχιτεκτονική γλώσσα που μπορεί να εφαρμοστεί σε διαφορετικά εδάφη και γεωλογικά δεδομένα, γεγονός που είναι πολύ σημαντικό προκειμένου να μπορείς να δουλεύεις και στον Βορρά και στον Νότο, κάτι το οποίο λίγοι από τους αποκαλούμενους μεγάλους αρχιτέκτονες έχουν κατορθώσει».
Εχετε πει ότι η αρχιτεκτονική σας δρα ως ένας «Ρομπέν των Δασών», όπου στα σπίτια των ευπόρων προσδίδετε μια άγρια όψη με πιο αδρά ή ευτελή υλικά, ενώ τις κατοικίες των ασθενέστερων τις επενδύετε με φύλλα μπρούντζου και χαλκού, σε μια γενναιόδωρη χειρονομία αναβάθμισής τους… «Αυτή τη δήλωση την είχα κάνει στην αρχή της καριέρας μου και είχε περισσότερο στόχο την πρόκληση. Αυτό πάντως που εννοούσα είναι ότι η επίδειξη του πλούτου δεν είναι σημαντική για εκείνους που έχουν πολλά χρήματα. Οι ίδιοι αναζητούν διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά. Με αυτούς τους πελάτες διερευνώ άλλα ζητήματα – φτάνω σε μια διαφορετική κατανόηση του κόσμου. Με πελάτες που δεν έχουν τίποτε, υπάρχει για μένα ένα χρέος εξύψωσης, είναι ένα είδος πολιτικής άποψης την οποία όμως υλοποιώ με έναν αρχιτεκτονικό τρόπο και οι πελάτες μου το εκτιμούν ιδιαίτερα»
H φετινή έκθεσή σας «UrbanAfrica» στο DesignMuseum του Λονδίνου είναι μια συλλογή με φωτογραφίες από όλες τις πρωτεύουσες της Αφρικής. Ποιο ήταν το κίνητρό σας;
«Υπάρχει μια τρομερή έλλειψη πληροφόρησης για την αστική πραγματικότητα στην Αφρική. Μπορεί να βλέπουμε εικόνες από πέντε-έξι χώρες αλλά στην πραγματικότητα είναι 53 κράτη με διαφορετική ιστορική διαδρομή και αστικό πολιτισμό, όλα με βαθιές σχέσεις με την Ευρώπη, την Ασία και τη Νότια Αμερική. Η μόνη συζήτηση που γίνεται για την Αφρική αφορά την ύφεση, τη βιαιότητα, τον φόβο. Αλλά μην ξεχνάμε ότι έχει δύο δισεκατομμύρια κατοίκους, τον μεγαλύτερο ρυθμό ανάπτυξης πληθυσμού στον πλανήτη και έναν από τους υψηλότερους δείκτες κατασκευής νέων πόλεων. Επειτα από 20 χρόνια, όταν η ανάπτυξη της Κίνας θα έχει επιβραδυνθεί, η Αφρική θα είναι το μέρος με τη μεγαλύτερη ανάπτυξη πόλεων, αλλά κανείς δεν μιλάει για αυτό. Οι γονείς μου, όπως και εγώ, έχουν γεννηθεί στην Αφρική, τη βλέπω σαν τμήμα του κοσμοπολίτικου δικτύου μου. Ηθελα λοιπόν να ασχοληθώ με την Αφρική όχι μέσω μιας επιστημονικής, διδακτικής ανάλυσης αλλά μέσα από την αύξηση του μεγέθους του αρχείου. Ηθελα να προκαλέσω έναν «κορεσμό» στον κόσμο από όσες περισσότερες εικόνες της Αφρικής γινόταν».
Η έρευνά σας για την Αφρική – με δεδομένες και τις ρίζες σας από την Τανζανία – είναι μια έκφραση αμφισβήτησης απέναντι στην παγκοσμιοποίηση; «Πιστεύω ότι δεν υπάρχει ένας σωστός και ένας λάθος τρόπος να χειρίζεσαι την ταυτότητά σου. Με ενδιαφέρει μια εικαστική ματιά, μια αισθητική αντίληψη που πηγάζει από έναν συγκεκριμένο τόπο, αρκεί να μπορεί να στέκεται δίπλα στην τεχνολογική, επιστημονική ιδέα που υπάρχει στο έργο. Οι δικές μου δουλειές παίζουν σε δύο διαφορετικούς κόσμους: Ανήκουν στο μοντέρνο αλλά ταυτοχρόνως αναφέρονται στον τρόπο δημιουργίας του μοντέρνου μέσα από μια διανοητική αισθητική. Οταν αυτό αποκαλείται έθνος, τότε προβληματίζομαι διότι δεν ξέρω τι σημαίνει – τα έθνη είναι πολιτικές ιδέες – αλλά αν αναφέρεται σε συγκεκριμένες αισθητικές παραδόσεις ενός τόπου και στην εξέλιξή τους, τότε αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον για εμένα».
Σας ρωτάω διότι αυτή η προσέγγιση ίσως να αναπτέρωνε την εδώ επιχειρηματολογία για μια «ελληνικότητα» στην αρχιτεκτονική...«Βρίσκω την όλη συζήτηση για την ελληνικότητα στην αρχιτεκτονική βαθιά προβληματική – διότι οι βάσεις μιας τέτοιας συζήτησης είναι πολιτικές. Το να λες ότι η αρχιτεκτονική σου «αναφέρεται στα βουνά του Αμαζονίου» για να αποδείξεις ότι έχεις μια σχέση με τον τόπο είναι γελοίο, διότι σε αποσπά από την κεντρική ιδέα, από το «ιερό δισκοπότηρο» του επαγγέλματος της αρχιτεκτονικής, δηλαδή την εικαστική δημιουργία συνδυασμένη με αισθητική. Είναι λοιπόν κρίσιμο εδώ να αναρωτηθεί κανείς τι είδους βάση δεδομένων επικαλείσαι. Υπάρχουν δομές αισθητικής και μπορείς να εργαστείς μέσα σε αυτές. Αλλά ταυτοχρόνως υπάρχει μια τεμπελιά μέσα στο επάγγελμα – η οποία συνοψίζεται ως παγκοσμιοποίηση –, στο να γίνουν δηλαδή κατανοητά όλα αυτά τα θέματα. Και για αυτόν τον λόγο υπάρχει μεν μεγάλη παραγωγή από κτίρια, αλλά κανείς δεν σκέφτεται τι είναι αυτό που παράγεται».
Το θέμα δηλαδή δεν είναι η τελική εικόνα του κτιρίου αλλά ο στόχος; «Υιοθετώ εδώ μια πιο εικαστική θέση, ότι ο σκοπός του έργου είναι πολύ πιο ισχυρός από το αποτέλεσμα και αυτό δημιουργεί τη δική του αισθητική. Το λέω εδώ κάπως προκλητικά αλλά, ναι, η σκοπιμότητα καθοδηγεί τελικά κάθε έργο. Μέσα στο 2011 πρόκειται να κυκλοφορήσει το βιβλίο του «Αφρικανική μητροπολιτική αρχιτεκτονική» από τον εκδοτικό οίκο Thames & Hudson».
Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=152&artid=368002&dt=18/11/2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
άφησε το σχόλιο σου