Ο 20ός αιώνας άφησε βαθιά σημάδια στις ελληνικές πόλεις. Καμία ωστόσο δεν γνώρισε τόσο πολύμορφες αλλαγές, όπως η Θεσσαλονίκη. Η πόλη άλλαξε ως προς την εθνική της ταυτότητα, την προέλευση και τη σύνθεση του πληθυσμού της, την παραγωγική υποδομή, τα χωρικά χαρακτηριστικά και τις αρχιτεκτονικές της ιδιοτυπίες και παραδόσεις.Η αρχιτεκτονική και πολεοδομική ταυτότητα της Θεσσαλονίκης, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τα μέσα του 19ου αιώνα έως σήμερα, θα παρουσιαστεί κατά τη διάρκεια ομιλιών με θέμα: «Η Αρχιτεκτονική της Θεσσαλονίκης», που διοργανώνει η Επιτροπή Πολιτιστικής Πολιτικής του ΑΠΘ κάθε Τρίτη στο Κέντρο Διάδοσης Ερευνητικών Αποτελεσμάτων της Επιτροπής Ερευνών του Α.Π.Θ.
Ελληνιστική, ρωμαϊκή, βυζαντινή και οθωμανική μέχρι το 1912, η Θεσσαλονίκη βίωσε τα μεγάλα επεισόδια της ευρωπαϊκής ιστορίας από την αρχαιότητα μέχρι την νεώτερη εποχή. Στο χώρο της υποδέχθηκε τις μεγάλες θρησκείες της αρχαιότητας, καθώς και τον εβραϊσμό, τον χριστιανισμό και τον μωαμεθανισμό.
«Η μορφή του χώρου συμπορεύεται με την ιστορία του τόπου. Το αστικό τοπίο φέρει τα σημάδια χρόνων ακμής, καταστροφών και παρακμής, ενώ ο πληθυσμός της τελεί κάτω από μια αέναη ανασύσταση καθώς διαφορετικές ανθρώπινες ομάδες εγκαθίστανται, ριζώνουν και ξεριζώνονται μετασχηματίζοντας τα χωρικά δεδομένα», εξηγεί στο ΑΠΕ- ΜΠΕ η καθηγήτρια του τμήματος Αρχιτεκτόνων του Α.Π.Θ., Αλέκα Καραδήμου - Γερόλυμπου, που θα συμμετάσχει στις διαλέξεις.
Λίγο πριν από την είσοδό της στον 20ό αιώνα η πόλη κρατούσε ακόμη το «αρχαίο» της σχήμα, στην ίδια πάντα έκταση των 300 εκταρίων, περιχαρακωμένη στο εσωτερικό του βυζαντινού τείχους. Από το 1869, οι εξαγγελίες σημαντικών μεταρρυθμίσεων για τον εξευρωπαϊσμό της αυτοκρατορίας, που είχαν πρωτοδιατυπωθεί το 1839, αρχίζουν να πραγματοποιούνται, με αποτέλεσμα έναν ουσιαστικό μετασχηματισμό της παραδοσιακής δομής της πόλης και της χωρικής της οργάνωσης.
«Πολιτικά και αστικά δικαιώματα στις θρησκευτικές μειονότητες, ισότητα όλων των υπηκόων ανεξαρτήτως θρησκεύματος και ελεύθερος οικονομικός ανταγωνισμός εισάγουν νέα ήθη διαβίωσης για τους ανθρώπους των πόλεων και νέες απαιτήσεις σε χώρο. Η θάλασσα και το εμπόριο αναλαμβάνουν και πάλι τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην αστική ζωή, ενώ η επίδραση των τεχνολογικών επιτευγμάτων της βιομηχανικής επανάστασης είναι πολύπλευρη: Οι ορίζοντες ανοίγονται ανεμπόδιστα, η ενδοχώρα διευρύνεται, οι αποστάσεις γεφυρώνονται πρωτόγνωρα, οι επικοινωνίες διευκολύνονται», υπογραμμίζει η κ. Καραδήμου- Γερόλυμπου.
H κατεδάφιση των τειχών και η κατασκευή προκυμαίας αποτέλεσαν το πρώτο βήμα για την μετατροπή της Θεσσαλονίκης από μεσαιωνική σε σύγχρονη πόλη στο τέλος της Tουρκοκρατίας, επιτρέποντας την άμεση επαφή με τη θάλασσα και την επέκταση του οικισμένου χώρου στα περίχωρα.
Η είσοδος στον 20ό αιώνα έχει ιστορηθεί κυρίως ως περίοδος ανάπτυξης της πόλης, ως η κατ’ εξοχήν κοσμοπολίτικη εποχή της. H αύξηση του αστικού πληθυσμού και η εγκατάσταση νέων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων αντανακλώνται στην πρώτη μεγάλη εξάπλωση της πόλης και την εμφάνιση «ευρωπαϊκών» συνοικιών και υποβαθμισμένων γειτονιών.
Η δεκαετία 1912-1922 είναι κρίσιμη: απελευθέρωση και αλλαγή κυριαρχίας, παγκόσμιος πόλεμος και «κατάληψή» της Θεσσαλονίκης από το στρατό της Αντάντ, πυρκαγιά και καταστροφή του ιστορικού κέντρου το 1917, Mικρασιατική καταστροφή και ανταλλαγή των πληθυσμών. Πολύγλωσση και πολυπολιτισμική, δυτικόφιλη και «ανατολίτικη», η πόλη βίωσε το τέλος του πολέμου σ’ ένα μεταίχμιο, πόλη-πέρασμα μεταξύ δύο εποχών και δύο κόσμων.
H πυρκαγιά του 1917 εξάλειψε ουσιαστικά την «ανατολίτικη» όψη της πόλης και την παραδοσιακή της διάρθρωση. H κυβέρνηση των Φιλελευθέρων αποφάσισε τον ανασχεδιασμό της υιοθετώντας τις πλέον πρόσφατες ιδέες και μεθόδους της σύγχρονης πολεοδομίας, και αποφασίζοντας να αγνοήσει το προϋπάρχον καθεστώς ιδιοκτησίας και τις παραδοσιακές χρήσεις της γης. Έτσι, η πολιτεία χρησιμοποίησε την ανοικοδόμηση ως μοχλό για την ενδυνάμωση της ελληνικής κυριαρχίας, την άσκηση μεταρρυθμιστικής πολιτικής και τον κοινωνικό και χωρικό εκσυγχρονισμό της πόλης.
Την ίδια περίοδο χάνει σε μεγάλο βαθμό τον σύνθετο πολιτισμικό χαρακτήρα, καθώς εγκαταλείπεται υποχρεωτικά από τους μουσουλμάνους, αλλά και από ένα σημαντικό αριθμό εβραίων (προς την Δύση ή προς την Παλαιστίνη).
Το 1940, εβδομήντα χρόνια μετά την κατεδάφιση του τείχους, η Θεσσαλονίκη έχει υπερτριπλασιάσει τον πληθυσμό της (278.000) και εξαπλασιάσει την επιφάνειά της (2.000 εκτάρια).
Πολεμικές καταστροφές, βίαιες μεταβολές στη σύνθεση του ανθρώπινου δυναμικού και η απουσία ιδιωτικών ή δημοσίων επενδύσεων επιδρούν στον χώρο της πόλης μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ‘50. Η πόλη απογυμνώνεται με τραγικό τρόπο από τον πολυάριθμο εβραϊκό πληθυσμό που την είχε σφραγίσει με την παρουσία του. Οι συνθήκες κατοικίας επιδεινώνονται, ενώ τις δυσκολίες επιτείνει η αστυφιλία της δεκαετίας του ‘60.
Στην προσπάθεια να αμβλύνει το στεγαστικό πρόβλημα και να αναθερμάνει την τοπική οικονομία, που υποφέρει από την μετεμφυλιακή ατμόσφαιρα του ψυχρού πολέμου, το ελληνικό κράτος κινητοποιεί το ιδιωτικό κεφάλαιο. Με τα διατάγματα του 1956 και 1960, που επέτρεψαν μια ιδιαίτερα υψηλή εκμετάλλευση των οικοπέδων της Θεσσαλονίκης, υπερβαίνοντας τα γενικώς ισχύοντα στην επικράτεια, αναπτύσσεται έντονη ανοικοδόμηση που θα αφαιρέσει από την πόλη έναν σημαντικό αριθμό κομψών κτιρίων της αρχής του αιώνα. Παράλληλα μεγάλα δημόσια έργα διαμορφώνουν τα σύγχρονα χαρακτηριστικά της πόλης. Στη διαμόρφωση της νέας φυσιογνωμίας σημαντικό ρόλο παίζουν οι ανασκαφές μετά το 1945 στην περιοχή των βυζαντινών ανακτόρων και στην αρχαία Aγορά.
Οι 330.000 κάτοικοι του 1961 αυξάνονται σε 557.000 το 1971. Στην επόμενη δεκαετία ο πληθυσμός φθάνει στις 706.000. Οικοδομούνται και τα τελευταία άκτιστα οικόπεδα, εκδιώκοντας τις λιγότερο αποδοτικές λειτουργίες, όπως χώρους στάθμευσης, πρασίνου και παιδικού παιχνιδιού, ή θερινά σινεμά, που αποτελούσαν σημεία έλξης στο κέντρο αλλά και στις γειτονιές. O σεισμός του 1978 φανέρωσε πέρα από κάθε αμφιβολία τη δυσλειτουργία της πόλης που παγιδεύει τους κατοίκους σ’ έναν συμφορημένο και ανεπαρκή δημόσιο χώρο. Το 1991, ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης εμφανίζεται σχεδόν σταθεροποιημένος (750.000 κάτοικοι), αν και οι αρμόδιες υπηρεσίες επιμένουν ότι φθάνει το ένα εκατομμύριο. Η πόλη εξακολουθεί να εξαπλώνεται κατά μήκος των μεγάλων επαρχιακών οδών με κατοικίες και επιχειρήσεις.
Νέα φαινόμενα καταγράφονται μετά το 1990. Συρροή πληθυσμών αλλόγλωσσων και αλλοεθνών, δυναμισμός ορισμένων βιομηχανικών κλάδων και διείσδυσή τους στις αγορές γειτονικών χωρών, ατονία άλλων λόγω των πολέμων στα Βαλκάνια, κοινωνική και κτιριακή υποβάθμιση σε ορισμένες περιοχές του κέντρου και των περιφερειών, δραστηριοποίηση του πανεπιστημίου στον διεθνή χώρο, αυξημένο τουριστικό ενδιαφέρον λόγω και των εντυπωσιακών αρχαιολογικών ανακαλύψεων. Έτσι στο τέλος του αιώνα, πληθυσμιακές μετακινήσεις, διεθνείς προοπτικές, οικονομική ανάπτυξη και αναταραχή στα Βαλκάνια συνθέτουν μια εικόνα ρευστότητας, που παραπέμπει στο σκηνικό του προηγούμενου αιώνα.
Τα παραπάνω στοιχεία θα παρουσιάσει η Αλέκα Καραδήμου- Γερόλυμπου στις δύο ομιλίες της με θέμα «Η Θεσσαλονίκη πριν από το 1912. Παράδοση και εκσυγχρονισμός με φόντο τη βαλκανική ενδοχώρα» και «Από την απελευθέρωση και την πυρκαγιά στην ανάδυση του σύγχρονου αστικού τοπίου», που θα πραγματοποιηθούν την Τρίτη 1 Νοεμβρίου και την Τρίτη 15 Νοεμβρίου, αντίστοιχα.
Μ. Κουζινοπούλου