Προσωπα
Tης Pιτσας Mασουρα
Το καλοκαίρι του 1983, φαντάζομαι στο σπίτι του στις Σπέτσες, ο αρχιτέκτονας Αρης Κωνσταντινίδης είχε σημειώσει στα χαρτιά του το εξής: «Αληθινό είναι και ό,τι έχει προϋπάρξει. Δηλαδή ό,τι έχει προκύψει σε περασμένα χρόνια και το ξαναβρίσκει μια σύγχρονη εποχή, μέσα από τους δικούς της πια τρόπους, κι αφού το ίδιο το είχε βρει η παλιά εποχή με τους δικούς της κι αυτή τρόπους. Μ' άλλα λόγια ό,τι ξαναζωνταντεύει, επειδή το κρίνουμε αναγκαίο, ωφέλιμο και παραγωγικό...». (Αρης Κωνσταντινίδης «Η αρχιτεκτονική της αρχιτεκτονικής, ημερολογιακά σημειώματα», εκδόσεις Αγρα).
Οταν το Σάββατο του Λαζάρου μπήκα φουριόζα στον καφενέ του Μουσείου Μπενάκη στην Πειραιώς -είχα ραντεβού μαζί της- είδα τη γλύπτρια Ναταλία Μελά περιτριγυρισμένη από το... κοινό της να τιτιβίζει σαν μαθητούδι των πρώτων τάξεων του γυμνασίου. Την πλησίασα και σκύβοντας να τη φιλήσω πρόσεξα ότι στο δεξί της χέρι φορούσε δύο βέρες: κάτι σαν διά βίου δέσμευση - υπόσχεση ζωής, ένας συνδετικός κρίκος με τον άνδρα της, τον αρχιτέκτονα Αρη Κωνσταντινίδη που έφυγε στα 80 του το 1993, όταν έκρινε (κακώς, ελέχθη εκ των υστέρων) ότι δεν είχε πια τίποτ' άλλο να δώσει στην ελληνική κοινωνία και την αρχιτεκτονική.
Η Ναταλία Μελά με κοίταξε με αετίσιο βλέμμα -το να 'σαι εγγονή του Παύλου Μελά δεν είναι αστεία υπόθεση- με περιεργάστηκε αστραπιαία και μου 'κανε ένα κομπλιμάν από τα πιο ωραία που έχω ακούσει στη ζωή μου. Η ωριμότητα των κειμένων μου δεν ταιριάζει με τη νεανική μου παρουσία ή κάτι παρεμφερές, τέλος πάντων που μ' έκανε να κοκκινίσω, αλλά και να απογειωθώ ταυτόχρονα. Προηγουμένως είχα περιπλανηθεί με μια αγαπημένη μου φίλη στις αίθουσες όπου το Μουσείο Μπενάκη παρουσίαζε την αναδρομική έκθεση της Ναταλίας Μελά με την αναπαράσταση και μερική μεταφορά του εργαστηρίου της από τον... στάβλο της Ρηγίλλης, όπως αποκαλούσε παλιότερα τον χώρο δημιουργίας της στην Αθήνα. Δεν είμαι μυημένη στη γλυπτική. Ανήκω στην κατηγορία του μέσου ανθρώπου που κρίνει με γνώμονα την υποκειμενική του αντίληψη. Ομως κάθε φορά που μπαίναμε σε μια καινούργια αίθουσα -η μια διαδέχονταν την άλλη, σαν να κινείτο πάνω σε ράγες η ίδια η ζωή της Ναταλίας- δεν μπορούσαμε να συγκρατήσουμε επιφωνήματα ενθουσιασμού. Είχαμε γίνει θορυβοποιοί. Κάθε χώρος κι ένα είδος τέχνης, ένας συμβολισμός, ένα κομμάτι της ελληνικής ιστορίας, η ίδια η ιστορία παρούσα.
Η Νάτα -το χαϊδευτικό της Ναταλίας- έχει δίπλωμα οξυγονοκολλητού. Ακου να δεις. Οχι τυχαία όμως. Μόνον έτσι κατάφερε να χρησιμοποιήσει έτοιμα υλικά, υλικά δουλεμένα στο χέρι από σιδεράδες της οδού Αθηνάς ή φερμένα από κάποιο ταξίδι της στη Μικρά Ασία για τις εξαιρετικά πρωτότυπες συνθέσεις της, όπως ο «Πολεμιστής», «οι Φρουροί», «ο Οίστρος», «ο αίγαγρος»... Ο Αρης Κωνσταντινίδης μοιράστηκε την αγάπη της Νάτας για τα εργαλεία. Εκείνη κοιτούσε πέρα από τα σχήματα, έφτιαχνε ιστορίες... Κάποτε ζήτησε τη γνώμη του Αρη για τον «Πολεμιστή» της. Εκείνος τον έπιασε ανάποδα και τον κοιτούσε ανάποδα. «Ωραίος είναι», της είπε. «Μα δεν τον κοιτάς σωστά», αντέτεινε εκείνη. «Δεν έχει σημασία», απάντησε ο Αρης, «έχει όμως ωραίο σχήμα». Για τη Ναταλία ωστόσο έχει σημασία να την ενδιαφέρει το θέμα. Ο ζωγράφος Αλέκος Λεβίδης που έχει γράψει ένα από τα πολλά κείμενα στην ανέκδοτη έκδοση του Μουσείου Μπενάκη την είχε ρωτήσει κάποια στιγμή: «Νάτα, με ποιο κριτήριο διαλέγεις τα εργαλεία σου;». Η ερώτηση την ξάφνιασε και παρόλα αυτά είπε: «ε, όταν μοιάζουν με κάτι....». Τι παραπλανητική απάντηση! Πόσο δηλαδή μοιάζει μια σέλα ποδηλάτου και το τιμόνι του με το κεφάλι ενός ταύρου ή ένας μπαλτάς κι ένα κομπάσο μ' έναν αίγαγρο;
Εξαρτήματα από σαμάρι, ένα τρίποδο για το τζάκι, μεντεσέδες πόρτας, ένα καντάρι, μια σπάτουλα, στηρίγματα για υδρορροή είναι μερικά από τα δεκάδες εξαρτήματα που απαρτίζουν μια από τις πρώτες ομάδες των γλυπτών (με έτοιμα υλικά) της Νάτας, τα οποία τοποθετούνται γύρω στο 1957-58. Κι είναι εκεί, διεκδικητές του εκθεσιακού χώρου ο «Σάτυρος», ο «Μινώταυρος», η «Κοπέλα», ο «Πολεμιστής», αυτός ο άμαυρος, ο άκαμπτος, ο α-πρόσωπος, ο ντυμένος τη νύχτα, ο Χάρος που πάντα η Νάτα ήθελε να φτιάξει. Ομηρικό φως και σκότος και έρεβος. Η ζωή και το αντίθετό της. Η νύχτα είναι κελαινή, μέλαινα, ερεβεννή, μέλαινα και η γη, μέλας ο θάνατος και ο Αδης, μέλαν και κελαινόν το αίμα.
Δίπλα στους Μακεδονομάχους και τον Παύλο Μελά, δίπλα σε ζώα που συνουσιάζονται, δίπλα σε απεικονίσεις των Σπετσών, του λιμανιού, λίγο πιο πέρα από τα σκαριά των καϊκιών, βρίσκονται ο Ερμής, και η Αρτεμις... δέος μπροστά στο μεγαλείο της δημιουργού. Μορφές ιδανικές, και δωρικές ταυτόχρονα, ήρωες με πάθος διάπυρο (όπως είπε σε ομιλία του ο Δ. Πικιώνης) και θεοί, Απόλλωνες, ο Αη Γιώργης... Σιωπή στον χώρο, παιδιά μικρά που ανοίγουν τα μάτια τους διάπλατα για να αποτυπώσουν ό,τι μπορούν, μητέρες που σκύβουν και τους ψιθυρίζουν ποιος ξέρει τι. Για δες, είπα μέσα μου. Δεν είναι σχολικές τάξεις που υποχρεωτικά ήρθαν στην έκθεση. Είναι γονείς με τα παιδιά τους που θέλουν να διατηρήσουν ζωντανούς τους συνδετικούς κρίκους με το παρελθόν που όμως γίνεται ταυτόχρονα παρόν και μέλλον.
Αίσθηση απώλειας δυνάμεων ή μήπως ανείπωτος ενθουσιασμός η επιστροφή μου στο τραπεζάκι της Νάτας στο κυλικείο; Τι να της πω; Της μιλώ λίγο για τα βιβλία του Αρη, για την επιμονή μου να μεταφέρω παλιότερα αποσπάσματα της δικής του σκέψης στα κείμενά μου. Με κοιτάζει μ' εκείνο το πανέξυπνο διερευνητικό της βλέμμα. Αρχίζει αυτή η περίεργη οικειότητα. «Μπα, δεν ήξερε ο Αρης να γράφει και του το 'λεγα, του το 'λεγα». «Μα», βιάζομαι να απαντήσω, «έχει σημασία ότι έλεγε αλήθειες, έστω τις δικές του αλήθειες που τις διατύπωνε στο χαρτί με ξεχωριστό τύπο. Εντάξει, ήταν ένας σπουδαίος αρχιτέκτονας... αλλά» και σταμάτησα εκεί, θέλοντας να πω ότι ο καθένας μπορεί να διατυπώσει τις σκέψεις του στο χαρτί, δεν χρειάζεται να είναι συγγραφέας. Ξανακοίταξα τις δύο σφιχταγκαλιασμένες βέρες. Κι ύστερα πέρασε η κουβέντα στα γήινα, στις αναμνήσεις, στις Σπέτσες, στα παιδιά και τα εγγόνια της... άφησε ελεύθερο το καυστικό της χιούμορ, άναψε ένα... αποκρουστικό πουράκι... Κι όμως, είναι πάνω από 80, μπορεί και 85, δεν ξέρω (η φίλη της η Νέλλη Ανδρικοπούλου το λέει) και παρόλα αυτά νιώθει κοριτσόπουλο -«γιατί να υπάρχει ο θάνατος, με ρωτάει»- έτοιμη να ξαναστήσει τον κόσμο, τον ελληνικό κόσμο όπως τον έχει πλάσει στο μυαλό της.
«Αληθινό είναι ό,τι χθεσινό το παίρνει το σήμερα για να το δώσει στο αύριο. Που όταν το δεχτεί θα έχουμε την πλήρη απόδειξη για την... αληθινή αλήθεια», έγραφε ο Αρης Κωνσταντινίδης εκείνο το ζεστό καλοκαίρι στις Σπέτσες. Πώς αλλιώς θα μπορούσα να χαιρετήσω τη Νάτα, τη σπουδαία γλύπτρια Ναταλία Μελά;
Hμερομηνία : 18-05-2008
Copyright: http://www.kathimerini.gr
Tης Pιτσας Mασουρα
Το καλοκαίρι του 1983, φαντάζομαι στο σπίτι του στις Σπέτσες, ο αρχιτέκτονας Αρης Κωνσταντινίδης είχε σημειώσει στα χαρτιά του το εξής: «Αληθινό είναι και ό,τι έχει προϋπάρξει. Δηλαδή ό,τι έχει προκύψει σε περασμένα χρόνια και το ξαναβρίσκει μια σύγχρονη εποχή, μέσα από τους δικούς της πια τρόπους, κι αφού το ίδιο το είχε βρει η παλιά εποχή με τους δικούς της κι αυτή τρόπους. Μ' άλλα λόγια ό,τι ξαναζωνταντεύει, επειδή το κρίνουμε αναγκαίο, ωφέλιμο και παραγωγικό...». (Αρης Κωνσταντινίδης «Η αρχιτεκτονική της αρχιτεκτονικής, ημερολογιακά σημειώματα», εκδόσεις Αγρα).
Οταν το Σάββατο του Λαζάρου μπήκα φουριόζα στον καφενέ του Μουσείου Μπενάκη στην Πειραιώς -είχα ραντεβού μαζί της- είδα τη γλύπτρια Ναταλία Μελά περιτριγυρισμένη από το... κοινό της να τιτιβίζει σαν μαθητούδι των πρώτων τάξεων του γυμνασίου. Την πλησίασα και σκύβοντας να τη φιλήσω πρόσεξα ότι στο δεξί της χέρι φορούσε δύο βέρες: κάτι σαν διά βίου δέσμευση - υπόσχεση ζωής, ένας συνδετικός κρίκος με τον άνδρα της, τον αρχιτέκτονα Αρη Κωνσταντινίδη που έφυγε στα 80 του το 1993, όταν έκρινε (κακώς, ελέχθη εκ των υστέρων) ότι δεν είχε πια τίποτ' άλλο να δώσει στην ελληνική κοινωνία και την αρχιτεκτονική.
Η Ναταλία Μελά με κοίταξε με αετίσιο βλέμμα -το να 'σαι εγγονή του Παύλου Μελά δεν είναι αστεία υπόθεση- με περιεργάστηκε αστραπιαία και μου 'κανε ένα κομπλιμάν από τα πιο ωραία που έχω ακούσει στη ζωή μου. Η ωριμότητα των κειμένων μου δεν ταιριάζει με τη νεανική μου παρουσία ή κάτι παρεμφερές, τέλος πάντων που μ' έκανε να κοκκινίσω, αλλά και να απογειωθώ ταυτόχρονα. Προηγουμένως είχα περιπλανηθεί με μια αγαπημένη μου φίλη στις αίθουσες όπου το Μουσείο Μπενάκη παρουσίαζε την αναδρομική έκθεση της Ναταλίας Μελά με την αναπαράσταση και μερική μεταφορά του εργαστηρίου της από τον... στάβλο της Ρηγίλλης, όπως αποκαλούσε παλιότερα τον χώρο δημιουργίας της στην Αθήνα. Δεν είμαι μυημένη στη γλυπτική. Ανήκω στην κατηγορία του μέσου ανθρώπου που κρίνει με γνώμονα την υποκειμενική του αντίληψη. Ομως κάθε φορά που μπαίναμε σε μια καινούργια αίθουσα -η μια διαδέχονταν την άλλη, σαν να κινείτο πάνω σε ράγες η ίδια η ζωή της Ναταλίας- δεν μπορούσαμε να συγκρατήσουμε επιφωνήματα ενθουσιασμού. Είχαμε γίνει θορυβοποιοί. Κάθε χώρος κι ένα είδος τέχνης, ένας συμβολισμός, ένα κομμάτι της ελληνικής ιστορίας, η ίδια η ιστορία παρούσα.
Η Νάτα -το χαϊδευτικό της Ναταλίας- έχει δίπλωμα οξυγονοκολλητού. Ακου να δεις. Οχι τυχαία όμως. Μόνον έτσι κατάφερε να χρησιμοποιήσει έτοιμα υλικά, υλικά δουλεμένα στο χέρι από σιδεράδες της οδού Αθηνάς ή φερμένα από κάποιο ταξίδι της στη Μικρά Ασία για τις εξαιρετικά πρωτότυπες συνθέσεις της, όπως ο «Πολεμιστής», «οι Φρουροί», «ο Οίστρος», «ο αίγαγρος»... Ο Αρης Κωνσταντινίδης μοιράστηκε την αγάπη της Νάτας για τα εργαλεία. Εκείνη κοιτούσε πέρα από τα σχήματα, έφτιαχνε ιστορίες... Κάποτε ζήτησε τη γνώμη του Αρη για τον «Πολεμιστή» της. Εκείνος τον έπιασε ανάποδα και τον κοιτούσε ανάποδα. «Ωραίος είναι», της είπε. «Μα δεν τον κοιτάς σωστά», αντέτεινε εκείνη. «Δεν έχει σημασία», απάντησε ο Αρης, «έχει όμως ωραίο σχήμα». Για τη Ναταλία ωστόσο έχει σημασία να την ενδιαφέρει το θέμα. Ο ζωγράφος Αλέκος Λεβίδης που έχει γράψει ένα από τα πολλά κείμενα στην ανέκδοτη έκδοση του Μουσείου Μπενάκη την είχε ρωτήσει κάποια στιγμή: «Νάτα, με ποιο κριτήριο διαλέγεις τα εργαλεία σου;». Η ερώτηση την ξάφνιασε και παρόλα αυτά είπε: «ε, όταν μοιάζουν με κάτι....». Τι παραπλανητική απάντηση! Πόσο δηλαδή μοιάζει μια σέλα ποδηλάτου και το τιμόνι του με το κεφάλι ενός ταύρου ή ένας μπαλτάς κι ένα κομπάσο μ' έναν αίγαγρο;
Εξαρτήματα από σαμάρι, ένα τρίποδο για το τζάκι, μεντεσέδες πόρτας, ένα καντάρι, μια σπάτουλα, στηρίγματα για υδρορροή είναι μερικά από τα δεκάδες εξαρτήματα που απαρτίζουν μια από τις πρώτες ομάδες των γλυπτών (με έτοιμα υλικά) της Νάτας, τα οποία τοποθετούνται γύρω στο 1957-58. Κι είναι εκεί, διεκδικητές του εκθεσιακού χώρου ο «Σάτυρος», ο «Μινώταυρος», η «Κοπέλα», ο «Πολεμιστής», αυτός ο άμαυρος, ο άκαμπτος, ο α-πρόσωπος, ο ντυμένος τη νύχτα, ο Χάρος που πάντα η Νάτα ήθελε να φτιάξει. Ομηρικό φως και σκότος και έρεβος. Η ζωή και το αντίθετό της. Η νύχτα είναι κελαινή, μέλαινα, ερεβεννή, μέλαινα και η γη, μέλας ο θάνατος και ο Αδης, μέλαν και κελαινόν το αίμα.
Δίπλα στους Μακεδονομάχους και τον Παύλο Μελά, δίπλα σε ζώα που συνουσιάζονται, δίπλα σε απεικονίσεις των Σπετσών, του λιμανιού, λίγο πιο πέρα από τα σκαριά των καϊκιών, βρίσκονται ο Ερμής, και η Αρτεμις... δέος μπροστά στο μεγαλείο της δημιουργού. Μορφές ιδανικές, και δωρικές ταυτόχρονα, ήρωες με πάθος διάπυρο (όπως είπε σε ομιλία του ο Δ. Πικιώνης) και θεοί, Απόλλωνες, ο Αη Γιώργης... Σιωπή στον χώρο, παιδιά μικρά που ανοίγουν τα μάτια τους διάπλατα για να αποτυπώσουν ό,τι μπορούν, μητέρες που σκύβουν και τους ψιθυρίζουν ποιος ξέρει τι. Για δες, είπα μέσα μου. Δεν είναι σχολικές τάξεις που υποχρεωτικά ήρθαν στην έκθεση. Είναι γονείς με τα παιδιά τους που θέλουν να διατηρήσουν ζωντανούς τους συνδετικούς κρίκους με το παρελθόν που όμως γίνεται ταυτόχρονα παρόν και μέλλον.
Αίσθηση απώλειας δυνάμεων ή μήπως ανείπωτος ενθουσιασμός η επιστροφή μου στο τραπεζάκι της Νάτας στο κυλικείο; Τι να της πω; Της μιλώ λίγο για τα βιβλία του Αρη, για την επιμονή μου να μεταφέρω παλιότερα αποσπάσματα της δικής του σκέψης στα κείμενά μου. Με κοιτάζει μ' εκείνο το πανέξυπνο διερευνητικό της βλέμμα. Αρχίζει αυτή η περίεργη οικειότητα. «Μπα, δεν ήξερε ο Αρης να γράφει και του το 'λεγα, του το 'λεγα». «Μα», βιάζομαι να απαντήσω, «έχει σημασία ότι έλεγε αλήθειες, έστω τις δικές του αλήθειες που τις διατύπωνε στο χαρτί με ξεχωριστό τύπο. Εντάξει, ήταν ένας σπουδαίος αρχιτέκτονας... αλλά» και σταμάτησα εκεί, θέλοντας να πω ότι ο καθένας μπορεί να διατυπώσει τις σκέψεις του στο χαρτί, δεν χρειάζεται να είναι συγγραφέας. Ξανακοίταξα τις δύο σφιχταγκαλιασμένες βέρες. Κι ύστερα πέρασε η κουβέντα στα γήινα, στις αναμνήσεις, στις Σπέτσες, στα παιδιά και τα εγγόνια της... άφησε ελεύθερο το καυστικό της χιούμορ, άναψε ένα... αποκρουστικό πουράκι... Κι όμως, είναι πάνω από 80, μπορεί και 85, δεν ξέρω (η φίλη της η Νέλλη Ανδρικοπούλου το λέει) και παρόλα αυτά νιώθει κοριτσόπουλο -«γιατί να υπάρχει ο θάνατος, με ρωτάει»- έτοιμη να ξαναστήσει τον κόσμο, τον ελληνικό κόσμο όπως τον έχει πλάσει στο μυαλό της.
«Αληθινό είναι ό,τι χθεσινό το παίρνει το σήμερα για να το δώσει στο αύριο. Που όταν το δεχτεί θα έχουμε την πλήρη απόδειξη για την... αληθινή αλήθεια», έγραφε ο Αρης Κωνσταντινίδης εκείνο το ζεστό καλοκαίρι στις Σπέτσες. Πώς αλλιώς θα μπορούσα να χαιρετήσω τη Νάτα, τη σπουδαία γλύπτρια Ναταλία Μελά;
Hμερομηνία : 18-05-2008
Copyright: http://www.kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
άφησε το σχόλιο σου