Αρης Κωνσταντινίδης (1913-1993)
Ο Κωνσταντινίδης (1913-1993) έδωσε πραγματική μάχη σε όλη τη ζωή του για μιαν αρχιτεκτονική που να φυτρώνει μέσα από τη γή της. Με τα δικά του λόγια: “Η αρχιτεκτονική είναι διεθνής. Είναι διεθνής όσο το κλίμα, οι όροι υγιεινής και της επιστήμης, η γιατρική και τα μέσα ζωής είναι κοινά σ'όλον τον κόσμο. Από κεί και πέρα η αρχιτεκτονική έχει τα δείγματα εκείνα (εσωτερικά και εξωτερικά) που ξεχωρίζουν τη μια χώρα από την άλλη. Κι έτσι, ενώ η αρχιτεκτονική είναι διεθνής, η κάθε χώρα έχει και μερικά δικά της χαρακτηριστικά για να εκφραστεί!”
Η μικρή κατοικία του Σαββατοκύριακου στην παραλία του Σαρωνικού, στα νότια της Αθήνας, ήταν έργο του 1962. Οι τοίχοι της είναι χτισμένοι από πέτρα της περιοχής και σηκώνουν το φορτίο μιας πλάκας από γυμνό οπλισμένο σκυρόδεμα, με φανερά όλα τα σημάδια από τις σανίδες του ξυλότυπου. Το κύριο σώμα της κατοικίας αγκαλιάζεται από μια στοά σχήματος Γ που ανοίγεται στα νοτιοδυτικά, στη μεριά της θάλασσας. Το σύνολο είναι ένα ορθογωνικό πρίσμα — η πεμπτουσία του ορθού λόγου — που ‘χάνεται’ από τα μάτια πάνω στον ίδιο τον τόπο της κατασκευής του. Η καθαρή μορφή και η απλή κατασκευαστική λογική εκφράζουν, στον Κωνσταντινίδη, το αρχέτυπο της πρωτόγονης κατοικίας με τους όρους της σύγχρονης κοινωνίας. Μια σειρά από πέντε κατοικίες στην Αίγινα, που σχεδιάστηκαν στην περίοδο 1974-78 αλλά κατασκευάστηκαν μονάχα οι δύο, συνεχίζουν την ίδια ακριβώς προσέγγιση, με ελάχιστες παραλλαγές, στο πλαίσιο ενός οριστικά λυμένου προβλήματος. Η διαφορετική επανάληψη της ίδιας αρχιτεκτονικής δίνει στις κατοικίες αυτές τον χαρακτήρα του διαχρονικού τύπου, ανεξάρτητα από εφήμερα styles και λαμπερές πρωτοπορίες.
Σε αντίθεση με τις απλές κατοικίες διακοπών, που ήταν χτισμένες σε αγνό, φυσικό τοπίο, η πολυκατοικία στη Φιλοθέη — ένα προνομιούχο προάστιο στα βόρεια της Αθήνας — είναι μια κατασκευή σε αστικό περιβάλλον (1971-73). Ωστόσο, ο αρχιτέκτονας αντιμετωπίζει το αστικό κτίριο με την ίδια ακριβώς μέθοδο: το σύνολο κυριαρχείται από μια κατασκευαστική λογική που υπόκειται στη λογική του τόπου. Ένας σκελετός από γυμνό οπλισμένο σκυρόδεμα προβάλλει τα σημάδια από τις σανίδες του ξυλότυπου και προσφέρει το υπόβαθρο για λευκούς επιχρισμένους τοίχους από τούβλα. Η λειτουργική διάταξη των εσωτερικών χώρων προεκτείνεται σε βεράντες και μεγάλα δώματα, στεγασμένα με καλαμωτές, για να προσκαλούν στον υπαίθριο βίο, που αρμόζει στο ελληνικό κλίμα. Οι καλαμωτές αυτές είναι τοποθετημένες επάνω σε απλά μεταλλικά πλαίσια και εκφράζουν, στον Κωνσταντινίδη, την πρωταρχική ουσία της αρχιτεκτονικής, που είναι η στέγη, ως ομπρέλα πάνω από το κεφάλι μας. Η αναφορά στην καλύβα του Laugier είναι στην περίπτωση αυτή εντελώς δικαιολογημένη.
Όταν η αρχιτεκτονική είναι ‘φυσική’ και ‘αληθινή’, φαίνεται σαν να φυτρώνει από τον τόπο της, είτε από την αγροτική γή, είτε από τη σύγχρονη πόλη. Όταν χρησιμοποιεί μορφές που άλλοτε υπήρξαν φυσικές, σε άλλο τόπο, σε άλλη εποχή, με άλλα υλικά, άλλους τρόπους κατασκευής και διαφορετικές συνθήκες ζωής, μπορεί να εκφράζει ή να σημαίνει τον τόπο της προέλευσης, αλλά αντιτίθεται στη λογική του τόπου, γίνεται ‘πλαστή’ και ‘τοπικιστική’. Αυτό έκανε ο Δημήτρης Πικιώνης (1887-1968), στα πολύ ποιητικά και σημαντικά έργα των δεκαετιών του '50 και '60, προτείνοντας τη νέα επεξεργασία και τη συνύπαρξη μορφών επιλεγμένων από την ανώνυμη αρχιτεκτονική της Μακεδονίας, από το Βυζάντιο και από την αρχαία Ελλάδα στο εντελώς σύγχρονο κατασκευαστικό περιβάλλον της Αθήνας. Και το είχε διατυπώσει θεωρητικά από το 1950, σε ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενό του για “το πρόβλημα της μορφής”, εξηγώντας την τέχνη της παραλλαγής απλών σχημάτων που διατρέχουν όλη την ελληνική παράδοση: “Άπειρες πραγματικά είναι οι παραλλαγές που έτσι μπορείς να δώσεις στο βασικό σχήμα. Και η γραμμή πότε σε πάει μυστικά προς το αρχαίο, πότε προς το μεσαιωνικό, πότε προς το πρωτόγονο, πότε προς το προηγμένο, πότε προς ένα λαϊκό νεοκλασικισμό. Κι εξαρτάται από σένα, αν κατέχεις τη μυστηριακή γλώσσα του σχήματος, να εκφράσεις την ιδιαίτερη εκείνη μορφή που θά ήταν και της βαθύτερης ουσιαστικότητας της παράδοσής σου και του ιστορικού καιρού όπου περνάς το σύμβολο.”
Λεζάντα: Α. Κωνσταντινίδης: Κατοικία και εργαστήριο στην Αίγινα, 1974-78
Η χτισμένη αρχιτεκτονική του είναι μια συμβολική έκφραση του φυσικού και πολιτισμικού τόπου μέσα από τη σοφή επεξεργασία διαφόρων εικόνων που συντίθενται όλες μαζί και προσφέρονται για ανάγνωση από τη συλλογική συνείδηση.Η κατοικία της οικογένειας Ποταμιάνου στη Φιλοθέη — αρκετά κοντά στο προηγούμενο κτίριο του Άρη Κωνσταντινίδη — σχεδιάστηκε το 1953 και αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της επιμελημένης συναρμογής παραδοσιακών τυπολογιών, υλικών και μορφών σε μια σύγχρονη κατασκευή από οπλισμένο σκυρόδεμα. Οι αναφορές στην ανώνυμη αρχιτεκτονική του ελληνικού βορρά, κυρίως της δυτικής Μακεδονίας και του Πηλίου, είναι σχεδόν αυτονόητες, ακόμα και για το μη έμπειρο μάτι. Η προσεκτική δουλειά του αρχιτέκτονα φτάνει μέχρι τη φύτευση και τη διακόσμηση του κήπου με αρχιτεκτονικά μέλη και αντικείμενα ως τεκμήρια της μακραίωνης ελληνικής ιστορίας. Οι εντυπωσιακές αναφορές στην παράδοση εμπεριέχουν, όμως, τη μοντέρνα λογική των καθαρών μορφών και της ειλικρίνειας των υλικών, και μια έκδηλα επιτηδευμένη αφέλεια, που φορτίζει τα τεχνήματα με τα σημεία μιας ηθελημένης επιστροφής στις πηγές.
Ο Πικιώνης μας οδήγησε λοιπόν στην άλλη όχθη των πραγμάτων, στην αρχιτεκτονική ως τέχνημα και ως δημιουργία του ανθρώπου. Η προσέγγισή του αναγνωρίζει, στον αρχιτέκτονα, τον απόλυτο κύριο της αρχιτεκτονικής σύνθεσης, που μπορεί να επεμβαίνει στο περιβάλλον του, διασπώντας τις ιστορικές και τις φυσικές του συνέχειες. Παρά τα διάφορα τοπικιστικά επιφαινόμενα της αρχιτεκτονικής του, είναι πιό κοντά στη σκέψη μιας πρωτοπορίας, που έχει κόψει την παράδοση από τη ρίζα.
Επιστρέφοντας στο θέμα του ενδιάμεσου, που μας απασχόλησε από την αρχή, θα αφήσω κατά μέρος αυτές τις δυο μεγάλες, σχεδόν πατρικές μορφές, για να κοιτάξω μιαν αρχιτεκτονική πιο κοντινή στις μέρες μας, που αναζητεί μια λογική του τόπου στο ενιαίο υπόβαθρο ενός μοντέρνου λόγου. Αυτός ο μοντέρνος λόγος δεν έλειπε βεβαίως από τη σκέψη του Άρη Κωνσταντινίδη, που σπούδασε στο Μόναχο στη δεκαετία του 1930, χωρίς ποτέ να λησμονήσει τις ιδέες του Adolf Loos, ούτε από τον Δημήτρη Πικιώνη, που έφτασε ώς τη Beaux-Arts το 1910-12, ομολογώντας τη βαθιά επιρροή του Julien Guadet. Οι γενιές στις οποίες θα αναφερθώ μεγάλωσαν στο περιβάλλον αυτού του προβληματισμού και στον απόηχο του διεθνούς μπρουταλισμού των δεκαετιών του ΄50 και ΄60, κυρίως του Le Corbusier και των Ολλανδών του Team X. Το αμάλγαμα έχει μεγάλο ενδιαφέρον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
άφησε το σχόλιο σου