«τολμηρές λύσεις»: με αφορμή τις δυο αυτές λέξεις που χρησιμοποίησα σε σχόλιο μου για την συγκεκριμένη μελέτη, ο Ανδρέας Γιακουμακάτος διατυπώνει μια διαφορετική προσέγγιση. ( 20 ΜΑΡ 2014)
Αγαπητέ Γιώργο,
Με αφορμή την παρουσίαση της πολύ επιτυχημένης εκδήλωσης για την οδό Σταδίου/Πανεπιστημίου (επιτυχημένης επικοινωνιακά αλλά μένει να αποδειχτεί και επί της ουσίας) διαπίστωσα επίσης στο μπλογκ σου την ιδιαίτερη εκτίμηση που τρέφεις για τη μελέτη του μουσείου εναλίων αρχαιοτήτων στον Πειραιά το οποίο απόσπασε το πρώτο βραβείο στον πρόσφατο αρχιτεκτονικό διαγωνισμό. Διάβασα την αιτιολόγησή σου: ο διαγωνισμός ήταν πράγματι καλά οργανωμένος και φάνηκε ότι οι οργανωτές είχαν την ειλικρινή πρόθεση να κάνουν το καλύτερο. Διάβασα όμως και δυο λέξεις που χρησιμοποίησες, τις «τολμηρές λύσεις» σε σχέση με τη συγκεκριμένη μελέτη, και αναρωτήθηκα τι να σημαίνουν άραγε αυτές οι λέξεις στην περίπτωση αυτή.
Με αφορμή την παρουσίαση της πολύ επιτυχημένης εκδήλωσης για την οδό Σταδίου/Πανεπιστημίου (επιτυχημένης επικοινωνιακά αλλά μένει να αποδειχτεί και επί της ουσίας) διαπίστωσα επίσης στο μπλογκ σου την ιδιαίτερη εκτίμηση που τρέφεις για τη μελέτη του μουσείου εναλίων αρχαιοτήτων στον Πειραιά το οποίο απόσπασε το πρώτο βραβείο στον πρόσφατο αρχιτεκτονικό διαγωνισμό. Διάβασα την αιτιολόγησή σου: ο διαγωνισμός ήταν πράγματι καλά οργανωμένος και φάνηκε ότι οι οργανωτές είχαν την ειλικρινή πρόθεση να κάνουν το καλύτερο. Διάβασα όμως και δυο λέξεις που χρησιμοποίησες, τις «τολμηρές λύσεις» σε σχέση με τη συγκεκριμένη μελέτη, και αναρωτήθηκα τι να σημαίνουν άραγε αυτές οι λέξεις στην περίπτωση αυτή.
Ας δούμε τα πράγματα από την αρχή: ο αγωνοθέτης μας καλεί να παρέμβουμε σε ένα κτίριο του 1933 μέσα στο λιμάνι του Πειραιά και να το μετατρέψουμε σε μουσείο. Ποια είναι η πιο σωστή προσέγγιση; Το κτίριο είναι ένα αξιόλογο δείγμα βιομηχανικής αρχιτεκτονικής από οπλισμένο σκυρόδεμα, που ανήκει μάλιστα στην περίοδο του ελληνικού μοντέρνου κινήματος. Είναι λιτό, δομικά ευανάγνωστο, με πολύ ενδιαφέρον παιχνίδι όγκων σε μια τουλάχιστον όψη (που θυμίζει την πρωτομοντέρνα βιομηχανική αρχιτεκτονική της Μεσευρώπης), με ένα πύργο σαν εκείνο του Δημαρχείου του W.M. Dudok στο Χίλβερσουμ της Ολλανδίας (1924) και διακριτικά στοιχεία μιας κομψής ντεκό διακόσμησης. Παράλληλα, το κτίριο αυτό βρίσκεται στην πάλλουσα καρδιά μιας επισκευαστικής ζώνης στο λιμάνι ενώ προβάλλεται πάνω στις δυτικές συνοικίες του Λεκανοπεδίου, σε μια περιοχή βιομηχανικού/μικροαστικού προλεταριάτου γεμάτη αυθαίρετους οικισμούς και στοιχειώδη οικιστική ποιότητα, λαϊκή και αυθεντική μαζί.
Η περιοχή αυτή έχει ταυτότητα, μνήμες και παραστάσεις ισχυρότατες: οι λαϊκές ρασιοναλιστικές πολυκατοικίες της Δραπετσώνας είναι λίγες εκατοντάδες μέτρα από εκεί, σε έναν χώρο που θα μπορούσε να αποτελέσει «μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς» της Ουνέσκο από την ανάποδη, επειδή ακριβώς χαρακτηρίζεται από βαθιά ριζωμένα στοιχεία ιστορικής και κοινωνικής μνήμης και ταυτότητας που διαμορφώθηκαν ειδικά μετά το 1922. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Θόδωρος Αγγελόπουλος έχασε τη ζωή του εκεί κοντά, στη διάρκεια των γυρισμάτων της τελευταίας και μοιραία ημιτελούς ταινίας του. Με δυο λόγια: είναι η περιοχή ενός μεσογειακού λιμανιού όπως μπορεί να είναι εκείνο της Νάπολης, της Γένοβας ή της Μασσαλίας.
Δεν αγαπώ την εύκολη λαϊκιστική ρητορική, αλλά είναι βέβαιο ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ιδιαίτερη περίπτωση. Αν μη τι άλλο οφείλουμε να «ακούσουμε» τη λιτότητα και τη «δωρικότητα» του χώρου, να κατανοήσουμε την ταυτότητα και τις ευαισθησίες του, να διαβάσουμε το πνεύμα του τόπου στον οποίο παρεμβαίνουμε (genius loci μας αρέσει να το λέμε σε άλλες περιπτώσεις) για να σχεδιάσουμε με έναν τρόπο συμβατό ως προς το περιβάλλον και αποδεκτό, αν μη τι άλλο αντιληπτό, από τους πρώτους αποδέκτες του, τους ανθρώπους που έχουν γεννηθεί, ζουν και εργάζονται εκεί («κριτικό τοπικισμό» μας αρέσει να το λέμε σε άλλες περιπτώσεις). Η περιοχή χαρακτηρίζεται από μια έντονη, ρωμαλέα θα έλεγα, ταυτότητα βιομηχανικής και παραγωγικής ζώνης, με φόντο τον λευκό θόρυβο της κονιορτοποιημένης μικροκλίμακας των κατοικιών, από το Πέραμα ως τη Φρεαττύδα. Πώς συνδιαλέγεται το νέο μουσείο με αυτό το κοινωνικό και πολιτισμικό σκηνικό;
Στην περίπτωση του πρώτου βραβείου αυτού του διαγωνισμού, δεν φαίνεται να προκρίθηκε η παραπάνω στάση. Οι αξιόλογοι κατά τα άλλα αρχιτέκτονες αντιμετώπισαν το κτίριο ως ένα ανώνυμο κουφάρι και πάνω σε αυτό ανέπτυξαν τις σχεδιαστικές τους δεξιότητες. Είναι εντυπωσιακό ότι στο κατά τα άλλα καλοφτιαγμένο βίντεο που έχει αναρτηθεί στην ιστοσελίδα σου, το κτίριο ορίζεται ως «Monument of industrial history»! Δεν γίνεται αντιληπτή η αντίφαση του πράγματος; Το κτίριο –όχι μόνο σε αυτή τη μελέτη αλλά και σε πολλές άλλες του σχετικού διαγωνισμού– είναι απλώς το πρόσχημα για μια λιγότερο ή περισσότερο ευφάνταστη επεξεργασία, χωρίς την υποψία ότι υπάρχουν και άλλες παράμετροι τις οποίες ο αρχιτέκτονας οφείλει να σεβαστεί. Διαφορετικά είναι αποδεκτό και ό,τι συνέβη για παράδειγμα στο κτίριο Φιξ της λεωφόρου Συγγρού (του Τάκη Ζενέτου συνηθίσαμε να λέμε, τι ειρωνεία) ή στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης με τον περιώνυμο «εκσυγχρονισμό» του. Η επεξεργασία του πειραιώτικου σιλό ολοκληρώθηκε με εκείνο τον ανοίκειο ερυθρό σωλήνα εν είδει θαλάσσιου τέρατος, και ένα γενικό χειρισμό του χώρου ανάλογο με εκείνο άλλων παρεμφερών παραδειγμάτων που θα έπρεπε να αποφεύγονται, όπως για παράδειγμα η πρόσφατη πλατεία της Θέρμης στη Θεσσαλονίκη, μια «ψηφιακά» αμετροεπής επέμβαση σε περιβάλλον και κλίμακα προσφυγικού συνοικισμού. Ανάλογα πράγματα συμβαίνουν για παράδειγμα στην Αλβανία, έχεις δει τους νέους ουρανοξύστες στα Τίρανα διεθνών αρχιτεκτονικών γραφείων ή τη μελέτη της τοπικής νέας Βουλής των Coop-Himmelb(l)au; Από τη μια οι διάσημοι δυτικοί, από την άλλη οι φιλόδοξοι ιθαγενείς που πιθηκίζουν δυτικότητα, τι περιμένεις; Αντίθετα, η Tate Modern των Herzog & De Meuron, που αναφέρθηκε συχνά ως περίπτωση ανάλογη του πειραιώτικου σιλό, αντιμετωπίζει το ζήτημα μέσα στο πνεύμα που και το σημείωμα αυτό υποστηρίζει. Οι Λονδρέζοι φαίνεται δεν είναι «ιθαγενείς».
Πιστεύω ωστόσο ότι στην περίπτωση αυτή σημαντική ευθύνη έχει ο αγωνοθέτης, που δεν θα έπρεπε να εμφανιστεί τόσο ανώδυνα και απροβλημάτιστα ουδέτερος αποδέκτης σχεδιαστικών επιλογών, αλλά να ορίσει εκ των προτέρων αρχές και προϋποθέσεις, έτσι ώστε να ενισχύσει μελέτες που θα επιβεβαίωναν την αντίληψη της σημασίας του κτιρίου και του περιβάλλοντος, τον σεβασμό των πολιτισμικών του χαρακτηριστικών και εντέλει τη δυνατότητα της σύγχρονης αρχιτεκτονικής να μην καταφεύγει στη μανιεριστική ανωνυμία ενός γενικού διεθνιστικού μοντερνισμού αλλά στην οικοδόμηση της συνέχειας ενός διαλόγου με την ταυτότητα και τη μνήμη του τόπου.
Σε χαιρετώ,
Ανδρέας