απο το athensville
γράφει η Ιφιμέδεια
Το Κολωνάκι ήρθε στη ζωή μου όταν ήμουνα πιά αυτό που λένε οι μαμάδες μεγάλο παιδί. Δεν προϋπήρχε καμιά ανάμνηση κι έτσι μπορούσα να το κρίνω όσο αυστηρά ήθελα. Και αυτό έκανα. Στα δέκα χρόνια που δούλεψα εκεί, ύψωνα το φρύδι και κρατούσα απόσταση.
Το Κολωνάκι ήταν οι αγενείς πωλήτριες, τα μεγάλα τζιπ, οι σεκιουριτάδες των διασήμων, οι κουτσομπόληδες θυρωροί, τα κορίτσια που ξόδευαν τα κέρδη της προηγούμενης νύχτας. Ήταν ο τύπος με την καπαρντίνα που έπαιρνε την θέση μου στην ουρά του Delikiosk, ο Κακαουνάκης κι ο Γιακουμάτος στη Λυκόβρυση και το Da Capo, τα χαρτοκιβώτια σωρός έξω από τα μαγαζιά, η γλίτσα στα πεζοδρόμια με την πρώτη βροχή, η επαρχιακή περατζάδα της Μηλιώνη.
Δεν μου έφταιγε στ’αλήθεια το Κολωνάκι. Έφταιγε που ήξερα ότι δεν θα ριζώσω στη δουλειά μου γιατί δεν ανήκα στον κόσμο του. Γιατί στο τέλος της μέρας δεν αρκούσε να μελετώ τα έργα του Ηρόδοτου και του Πλούταρχου, έπρεπε να μένω στις ομώνυμες οδούς.
Φεύγοντας μόλις πρόσφατα οριστικά από εκεί, κατάλαβα ότι το Κολωνάκι επιβίωσε μέσα μου, και μάλιστα όπως ήθελε εκείνο, οι αναμνήσεις των δέκα χρόνων οικοδομήθηκαν αυθαίρετα. Σαν τους παλιατζήδες που διασχίζουν κάθε πρωί τους δρόμους του, ξεσκίζοντας με την ντουντούκα και την ευδιάκριτη τσιγγάνικη προφορά τους τον faux-chic αέρα της αριστοκρατικότερης συνοικίας της Αθήνας.
Το Κολωνάκι είναι πιά για μένα οι μπλαζέ παχουλές γάτες στις εισόδους των πολυκατοικιών. Οι ίδιες οι υπέροχες πολυκατοικίες. Είναι η μυρωδιά του φρεσκοκομμένου καφέ από τουΜισεγιάννη. Είναι ο Μ.Λ. που με πάει αγκαζέ στο Delicieux και στο δρόμο τραγουδάμε δυνατά «Ε, Κολωνάκι πώς σε έχουν καταντήσει, που’ναι οι άρχοντες που είχες μια φορά», το γνωστό άσμα της Μαίρης Λω. Είναι ο σεισμός του ’99.
Κι ακόμη πιό πίσω, σαν φοιτήτρια, η πρώτη αποκάλυψη ενός καλά κρυμμένου μυστικού: ο γοητευτικός ήσυχος κήπος της Αμερικάνικης και της Αγγλικής Σχολής Κλασικών Σπουδών. Τυπικά δεν είναι Κολωνάκι, μου λέει αυστηρά ένας παλιός Δεξαμενιώτης.
Κι αν έπρεπε το Κολωνάκι να είναι ένα πράγμα μόνο, μία μόνο εικόνα; Θα ήταν μια συστάδα αναπάντεχα μανιτάρια που φύτρωναν στη ρίζα ενός δέντρου της Νεοφύτου Δούκα. Έκανε κρύο κι έβρεχε, έβρεχα κι εγώ, τα μανιτάρια ήταν ένα παρήγορο κλείσιμο ματιού, ήταν ένα μυστικό που έβλεπαν μόνο όσοι περπατούσαν με το κεφάλι σκυφτό.
Το Κολωνάκι ήρθε στη ζωή μου όταν ήμουνα πιά αυτό που λένε οι μαμάδες μεγάλο παιδί. Δεν προϋπήρχε καμιά ανάμνηση κι έτσι μπορούσα να το κρίνω όσο αυστηρά ήθελα. Και αυτό έκανα. Στα δέκα χρόνια που δούλεψα εκεί, ύψωνα το φρύδι και κρατούσα απόσταση.
Το Κολωνάκι ήταν οι αγενείς πωλήτριες, τα μεγάλα τζιπ, οι σεκιουριτάδες των διασήμων, οι κουτσομπόληδες θυρωροί, τα κορίτσια που ξόδευαν τα κέρδη της προηγούμενης νύχτας. Ήταν ο τύπος με την καπαρντίνα που έπαιρνε την θέση μου στην ουρά του Delikiosk, ο Κακαουνάκης κι ο Γιακουμάτος στη Λυκόβρυση και το Da Capo, τα χαρτοκιβώτια σωρός έξω από τα μαγαζιά, η γλίτσα στα πεζοδρόμια με την πρώτη βροχή, η επαρχιακή περατζάδα της Μηλιώνη.
Δεν μου έφταιγε στ’αλήθεια το Κολωνάκι. Έφταιγε που ήξερα ότι δεν θα ριζώσω στη δουλειά μου γιατί δεν ανήκα στον κόσμο του. Γιατί στο τέλος της μέρας δεν αρκούσε να μελετώ τα έργα του Ηρόδοτου και του Πλούταρχου, έπρεπε να μένω στις ομώνυμες οδούς.
Φεύγοντας μόλις πρόσφατα οριστικά από εκεί, κατάλαβα ότι το Κολωνάκι επιβίωσε μέσα μου, και μάλιστα όπως ήθελε εκείνο, οι αναμνήσεις των δέκα χρόνων οικοδομήθηκαν αυθαίρετα. Σαν τους παλιατζήδες που διασχίζουν κάθε πρωί τους δρόμους του, ξεσκίζοντας με την ντουντούκα και την ευδιάκριτη τσιγγάνικη προφορά τους τον faux-chic αέρα της αριστοκρατικότερης συνοικίας της Αθήνας.
Το Κολωνάκι είναι πιά για μένα οι μπλαζέ παχουλές γάτες στις εισόδους των πολυκατοικιών. Οι ίδιες οι υπέροχες πολυκατοικίες. Είναι η μυρωδιά του φρεσκοκομμένου καφέ από τουΜισεγιάννη. Είναι ο Μ.Λ. που με πάει αγκαζέ στο Delicieux και στο δρόμο τραγουδάμε δυνατά «Ε, Κολωνάκι πώς σε έχουν καταντήσει, που’ναι οι άρχοντες που είχες μια φορά», το γνωστό άσμα της Μαίρης Λω. Είναι ο σεισμός του ’99.
Κι ακόμη πιό πίσω, σαν φοιτήτρια, η πρώτη αποκάλυψη ενός καλά κρυμμένου μυστικού: ο γοητευτικός ήσυχος κήπος της Αμερικάνικης και της Αγγλικής Σχολής Κλασικών Σπουδών. Τυπικά δεν είναι Κολωνάκι, μου λέει αυστηρά ένας παλιός Δεξαμενιώτης.
Κι αν έπρεπε το Κολωνάκι να είναι ένα πράγμα μόνο, μία μόνο εικόνα; Θα ήταν μια συστάδα αναπάντεχα μανιτάρια που φύτρωναν στη ρίζα ενός δέντρου της Νεοφύτου Δούκα. Έκανε κρύο κι έβρεχε, έβρεχα κι εγώ, τα μανιτάρια ήταν ένα παρήγορο κλείσιμο ματιού, ήταν ένα μυστικό που έβλεπαν μόνο όσοι περπατούσαν με το κεφάλι σκυφτό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
άφησε το σχόλιο σου