Τι γυρεύει μια καμηλοπάρδαλη στην... κουζίνα ενός αρχιτέκτονα; Είναι το ζώο που επέλεξε ο Αλέξανδρος Τομπάζης για να ξετυλίξει το κουβάρι της ζωής του και να μιλήσει για την αρχιτεκτονική, που διακονεί επί 45 χρόνια, εντός και εκτός των ελληνικών συνόρων.
Η καμηλοπάρδαλη τον γοητεύει γιατί «έχει τέσσερα πόδια που πατούν στη γη. Δεν πετά ώστε να προλαβαίνει να αφομοιώνει. Καμιά φορά μοιάζει σαν να έχει ακόμα και κάποια αστάθεια. Αλλά πατά σταθερά. Εχει χρόνο να απορροφά τις ουσίες της γης, τις ανάγκες και την πραγματικότητα, είτε αυτή είναι λάσπη είτε το ανθόσπαρτο λιβάδι, χωρίς να το ισοπεδώνει με το βάρος της. Εχει το κεφάλι της ψηλά στον ουρανό. Εκεί βρίσκει την τροφή της, δεν έχει ανάγκη να σκύψει. Βλέπει μακριά, έχει όραμα (...). Κάπου στο μεταξύ έχει και μια καρδιά».
Με αυτόν τον αλληγορικό τρόπο περιγράφει την άποψή του για την αρχιτεκτονική στο τελευταίο βιβλίο του με τίτλο «Η όμορφη καμηλοπάρδαλη» (σειρά «Ελληνικά δοκίμια» των εκδόσεων Πατάκη).
Η δική του πρώτη αγάπη ήταν η ζωγραφική και παραμένει ώς σήμερα το καταφύγιό του μετά την ένταση της δουλειάς. Αλλαξε ρότα, όπως εξομολογείται, ακολουθώντας τις υποδείξεις ενός δασκάλου του, που τον έστρεψε προς την αρχιτεκτονική, αυτό το «συναρπαστικό παιχνίδι λογικής και αισθημάτων». Γεύτηκε, πάντως, τις αντιξοότητες.
Γράφει στο βιβλίο: «Μέσα στο χάος της ελληνικής πραγματικότητας θέλει πολύ κουράγιο και κέφι για να συνεχίζεις να συνδυάζεις το όνειρο με το εφικτό, να πείθεις, να καταφέρνεις να ολοκληρώνεις αυτό που ονειρεύτηκες και να μην αποτραβιέσαι ρίχνοντας την ευθύνη της απομόνωσής σου στους άλλους».
Το νέο του βιβλίο ήταν η αφορμή για την κουβέντα μας. Ξεκινώντας από την παρατήρηση ότι η αρχιτεκτονική στην Ελλάδα είχε γνωρίσει στο παρελθόν καλύτερες ημέρες, ο Αλέξανδρος Τομπάζης επισημαίνει: «Η αρχιτεκτονική είναι ο χώρος όπου διαδραματίζεται η ζωή του ανθρώπου. Είναι το δοχείο της ζωής μας. Εξ αυτού είναι φυσικό η αρχιτεκτονική και κατ' επέκταση οι δημιουργοί της, δηλαδή οι αρχιτέκτονες, να ακολουθούν. Πιστεύω ότι όπως η ζωή στην εποχή μας χαρακτηρίζεται από έναν πλουραλισμό, μια εμπορευματοποίηση, αξίες με τις οποίες ίσως να μη συμφωνούμε όλοι, αλλά κι ένα χάος, το αντίστοιχο συμβαίνει και στην αρχιτεκτονική. Μέσα σ' αυτό το χάος όμως υπάρχουν πολλά ελπιδοφόρα μηνύματα καλής δουλειάς από νεότερους συναδέλφους, όπως έδειξαν και οι δύο πρόσφατες εκθέσεις του Ελληνικού Ινστιτούτου Αρχιτεκτονικής στο Μουσείο Μπενάκη».
Εντοπίζει, ωστόσο, τη δυσαρέσκειά του σε δύο τουλάχιστον σημεία. Το πρώτο αφορά τις παρεμβάσεις σε υπάρχοντα κτίρια. Σημειώνει με νόημα ότι στη Γερμανία υπάρχουν νόμοι που προστατεύουν την πνευματική ιδιοκτησία του αρχιτέκτονα σε ένα έργο που χαρακτηρίζεται σημαντικό. Το δεύτερο αναφέρεται «στον απεριόριστο και άνευ όρων θαυμασμό των νέων σε αρχιτέκτονες που είναι παγκόσμια γνωστοί και ανήκουν στο star system». Αποδίδει την τελευταία διαφωνία του στο χάσμα γενεών και δηλώνει πως στενοχωριέται όταν μπαίνει σε ένα χώρο και βλέπει νέους συναδέλφους να δουλεύουν μπροστά στον υπολογιστή, χωρίς ούτε ένα χαρτί. «Είναι σαν να μην υπάρχει πια χέρι. Σαν να υπάρχει περισσότερο μυαλό παρά ψυχή», παρατηρεί. Και καταλήγει: «Ισως τα γεννήματα των δύο τελευταίων δεκαετιών να χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να αξιολογηθούν».
Μας ξαφνιάζει ευχάριστα ο Αλέξανδρος Τομπάζης γιατί ανάμεσα στα πολλά έργα του, στην Ελλάδα αλλά και το εξωτερικό, ξεχωρίζει ως το πιο αγαπημένο «παιδί του» το συγκρότημα κατοικιών στους παλιούς στρατώνες κατά μήκος ενός καναλιού στο κέντρο του Αμστερνταμ. Πρόγραμμα του 1988, υλοποιήθηκε από πολυεθνική ομάδα αρχιτεκτόνων. Αγνωστοι μεταξύ τους, δούλεψαν μαζί για μια εβδομάδα και στη συνέχεια παρουσίασαν το έργο στο κοινό. Λίγα χρόνια αργότερα, όταν η κατασκευή ολοκληρώθηκε, οι ένοικοι άνοιξαν τα σπίτια στο κοινό. «Ηταν μια ηλιόλουστη ημέρα και αυτό βοήθησε ώστε να έχουμε 10.000 επισκέπτες», θυμάται ύστερα από μια εικοσαετία.
Η πρώτη επαφή του με τη βιοκλιματική αρχιτεκτονική ήρθε στη δεκαετία του '50, μέσα από την επίσκεψή του στο αμερικανικό περίπτερο στην έκθεση Θεσσαλονίκης. Είναι, άλλωστε, το σήμα κατατεθέν σε όλες τις δημιουργίες του, από το εξοχικό της οικογένειας στην Τράπεζα Αιγιαλείας, έργο του 1977, που φέρει την ονομασία «Ηλιος 1» και είναι το πρώτο στη χώρα μας που αξιοποίησε την ηλιακή ενέργεια.
Ενα κεφάλαιο της δουλειάς του, που ήρθε στο προσκήνιο με αφορμή την πρόσφατη κατασκευή του ιερού προσκυνήματος στη Φατίμα της Πορτογαλίας, είναι η ενασχόλησή του με χώρους θρησκευτικής λατρείας. Ισως να ευθύνεται η επίσκεψή του που είχε κάνει ως φοιτητής στο μοναστήρι της Λα Τουρέτ, έργο του κορυφαίου αρχιτέκτονα Λε Κορμπιζιέ. Εξομολογείται πως οι προκλήσεις είναι πολλές, αφού «σε κανένα άλλο κτίριο το άυλο και το υπερβατικό δεν έχουν τέτοια σημασία».
Κοινό γνώρισμα των κτιρίων του είναι οι καθαροί όγκοι και οι λιτές γραμμές. Διακηρύσσει άλλωστε πως «Less is beautiful», παραφράζοντας τον Mies van der Rohe που υπογράφει τη φράση-φετίχ του μοντερνισμού στην αρχιτεκτονική «Less is more». Θυμάται με αγάπη ότι παλιότερα ο αείμνηστος Γ. Κανδύλης, όντας κριτής σε κάποιο διεθνή διαγωνισμό, κάλεσε τα υπόλοιπα μέλη της επιτροπής να προσέξουν το έργο που είχε υποβάλει ένας Ιάπωνας. Οταν ανοίχθηκαν τα στοιχεία του μελετητή διαπίστωσαν πως επρόκειτο για την πρόταση του... Αλέξανδρου Τομπάζη! *
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
άφησε το σχόλιο σου