Σελίδες

Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2010

Αρχιτεκτονική: τέχνη ή επιστήμη;

Το παραπάνω ερώτημα έρχεται και ξανάρχεται και ακολουθεί την αρχιτεκτονική σαν να της ζητά επίμονα μια οριστική απάντηση. Ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες, μέσω της κατασκευής μιας σειράς πολυδιαφημισμένων κτηρίων στον διεθνή χώρο, που κατά κόρον τράβηξαν πάνω τους τα φώτα της δημοσιότητας, πολλοί ήταν εκείνοι που υποστήριξαν με φανατισμό την καλλιτεχνική μόνο διάσταση της αρχιτεκτονικής.
Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι πολλά από τα κτήρια που σχεδιάζονται κύριο στόχο έχουν να εντυπωσιάσουν με τις προκλητικές «γλυπτικές μορφές» τους, αδιαφορώντας τις περισσότερες φορές για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του τόπου ή του τοπίου που τα υποδέχεται ή ακόμη και για την ίδια τη λειτουργία που αυτά επιτελούν! Στόχος τους δεν είναι άλλωστε το περιεχόμενο, αλλά αποκλειστικά η μορφή. Η μορφή ως αυταπόδεικτη αξία, που πρέπει πάση θυσία να φαίνεται «εξωπραγματική» και -όπως υποστηρίζουν- πρωτοποριακή.
Η αρχιτεκτονική όμως δεν μπορεί να προσπερνάει τις ανάγκες και τα καθημερινά προβλήματα των ανθρώπων εν ονόματι της τέχνης ή με άλλοθι την τέχνη. Αντιθέτως, ουσιαστικός ρόλος της είναι να υπηρετεί, πρωτίστως, αυτές τις ανάγκες, ενώ παράλληλα ο αρχιτέκτων πρέπει να έχει ένα όραμα για τη ζωή και την πόλη, με άλλα λόγια να κτίζει με «λογισμό και μ' όνειρο». Τα ωραία κτήρια ξεπηδάνε πάντοτε μέσα από μια ανάγκη! Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι την ανάγκη - (λειτουργία) οφείλουμε να τη θεωρούμε στατική και αμετάβλητη μέσα στον χρόνο, με δεδομένες κάθε φορά τις κτηριολογικές επιλύσεις της.
Κάθε χρόνο συνηθίζουμε να ρωτάμε στα πρώτα εισαγωγικά μαθήματα των Αρχιτεκτονικών Συνθέσεων τους νεοεισερχόμενους σπουδαστές μας, γιατί διάλεξαν τη Σχολή Αρχιτεκτόνων. Μου έκαναν εντύπωση οι απαντήσεις που μας έδωσαν φέτος και κυρίως μία, στην οποία συμφώνησαν όλοι τους. Οτι η αρχιτεκτονική συνδυάζει την τέχνη και την επιστήμη, ανοίγοντας δρόμους στη δημιουργικότητά τους, ενώ το δίπλωμα του αρχιτέκτονα θα τους επιτρέψει να επιλέξουν μέσα από ένα ευρύ φάσμα ενδιαφερόντων και δυνατοτήτων που τους ανοίγονται μπροστά τους. Εδωσαν δηλαδή μια απλή απάντηση στο παραπάνω ερώτημα με μια πειστικότητα που δεν άφηνε περιθώρια αμφισβήτησης.
Πράγματι, η αρχιτεκτονική συνδυάζει την τέχνη και την επιστήμη. Δεν είναι μόνον το ένα ή το άλλο. Είναι και τα δύο μαζί. Πόσο μάλλον όταν τέχνη και επιστήμη είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, ενώ τα τελευταία χρόνια ολοένα και περισσότερο καταργούνται οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ τους. Είναι συγκοινωνούντα δοχεία, που το ένα τροφοδοτεί διαρκώς και ανελλιπώς το άλλο. Οι σχέσεις μεταξύ τους δεν είναι με κανέναν τρόπο γραμμικές και ευθύγραμμες, αλλά τουναντίον, δυναμικές και καθόλου προφανείς.
Μήπως, όμως, υπάρχουν διακριτοί ρόλοι ανάμεσα στην τέχνη και την επιστήμη, σε ό,τι αφορά την ίδια την υπόσταση της αρχιτεκτονικής; Οχι βέβαια! Ούτε θα έπρεπε να υπάρχει ένας απαράβατος κανόνας που θα όφειλαν όλοι να ακολουθούν. Τα όρια είναι ασαφή και δυσδιάκριτα και έτσι θα συνεχίσουν να μένουν μέσα στο πέρασμα του χρόνου, για να παραμένει αναπάντητο το ερώτημα και κάθε αρχιτέκτονας να δίνει μέσω του έργου του τη δική του προσωπική απάντηση. Σε κάθε τόπο, σε κάθε χρονική περίοδο.
Χαρακτηριστική είναι η βασανιστική και επίπονη διαδικασία της αρχιτεκτονικής σύνθεσης και ιδιαίτερα των πρώτων σταδίων της, όταν δηλαδή ο αρχιτέκτων βρίσκεται μπροστά στο λευκό χαρτί και στις πρώτες αφαιρετικές χαράξεις, που μοιάζουν με μουντζούρες. Είναι μια φάση εξαιρετικά σύνθετων και πολύπλοκων νοητικών διεργασιών, κατά την οποία με αστραπιαίες ταχύτητες ανακαλούνται μνήμες, εμπειρίες, εικόνες, βιώματα... Εκεί, πάνω στα ακαθόριστα και άμορφα σχήματα, εμφανίζονται και εξαφανίζονται, εν ριπή οφθαλμού, ολόκληροι κόσμοι. Μεταβάλλονται, μετασχηματίζονται, κινούνται προς μία κατεύθυνση και ξαφνικά προς την αντίθετή της, ισορροπούν, γκρεμίζονται, απεικονίζοντας τις εκρηκτικές αλυσιδωτές αντιδράσεις που συντελούνται εκείνη τη στιγμή στο μυαλό του αρχιτέκτονα. Αυτός είναι και ο λόγος που το χέρι κινείται πάνω στο χαρτί μερικές φορές με πολύ γρήγορες κινήσεις, προσπαθώντας να αιχμαλωτίσει την επινόηση της στιγμής, άλλες, εξαιρετικά αργά, παρακολουθώντας τους συλλογισμούς, ενώ άλλες σταματά εντελώς και για μεγάλα χρονικά διαστήματα, αφού τίποτε δεν είναι αξιόλογο για να καταγραφεί.
Είναι η φάση εκείνη της δημιουργίας κατά την οποία ο αρχιτέκτων ερευνά, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που ερευνά ο επιστήμων ή ο καλλιτέχνης τις άγνωστες και ανεξερεύνητες -εν τέλει- περιοχές του ανθρώπινου εγκεφάλου, σε ό,τι αφορά το αντικείμενό του. Αυτή η πρωτογενής έρευνα των ποιοτικών χαρακτηριστικών του αρχιτεκτονικού χώρου είναι η πιο σημαντική έρευνα σε ό,τι αφορά την ουσία της αρχιτεκτονικής! Γιατί είναι πολλές φορές που την υποτιμούμε στις Σχολές Αρχιτεκτόνων, όταν αυτή θα έπρεπε να βρίσκεται στον πυρήνα των προπτυχιακών και κυρίως των μεταπτυχιακών σπουδών.
Αναφέρει, χαρακτηριστικά, ο μεγάλος ζωγράφος Wassily Kandinsky: «Είμαι ευτυχής που γνωρίζω ότι στην τέχνη δεν θα υπάρξουν ποτέ "επιστημονικά μέτρα" μετρήσεως της αξίας της».
Το ίδιο ισχύει και για την αρχιτεκτονική. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι η αρχιτεκτονική πρέπει να ταυτιστεί με τις άλλες τέχνες (ζωγραφική, γλυπτική, μουσική...) ή στον αντίποδα, να περιχαρακωθεί απέναντί τους. Η επανασύνδεση και κυρίως η συνομιλία των τεχνών και των επιστημών με την αρχιτεκτονική είναι σήμερα, περισσότερο από ποτέ, αναγκαίες. Από την ουσιαστική τους ώσμωση μπορούν να γεννηθούν εξαιρετικές ιδέες και ενδιαφέρουσες προτάσεις, χωρίς φυσικά να χάσουν την αυτοτέλεια και τον ιδιαίτερο κοινωνικό ρόλο που επιτελούν η κάθε μια ξεχωριστά. Αντί, λοιπόν, να οδηγούμαστε σε συνεχείς εξειδικεύσεις, ίσως θα 'πρεπε να τολμήσουμε τις μεγάλες συγκλίσεις.
Η αρχιτεκτονική οφείλει κυρίως να συνθέτει. Περνάει υποχρεωτικά μέσα από όλες τις εκφάνσεις της ζωής, διηθείται θα 'λεγε κανείς μέσα από τα πολλαπλά της φίλτρα. Εκεί ακριβώς βρίσκεται η ιδιαιτερότητα και η μαγεία της! Το αρχιτεκτονικό έργο δεν μπορεί να υπάρξει και να υλοποιηθεί χωρίς τον εργοδότη. Δεν γίνεται να δημιουργηθεί στην προστατευτική γυάλα κανενός εργαστηρίου. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ, κυρίως εμείς οι αρχιτέκτονες, ότι αυτοί που δίνουν υπόσταση και ουσιώνουν τον αρχιτεκτονικό χώρο είναι αποκλειστικά οι άνθρωποι που τον κατοικούν και ο χρόνος που περνά και κρίνει αλάνθαστα. Είναι λάθος, λοιπόν, να υπερτονίζεται αποκλειστικά μία συνιστώσα της αρχιτεκτονικής και να υποβαθμίζονται οι άλλες. Το γεγονός αυτό τη φτωχαίνει και μερικές φορές την καθιστά «ανάπηρη», αφαιρώντας μεγάλο μέρος από την ουσία και την αλήθεια της.
Η τέχνη, αντιθέτως, πολλές φορές κάνει σκόπιμες αφαιρέσεις, «ηθελημένες παραλείψεις». Εχει μια ελλειπτική σχέση με το παρόν, ενώ απομονώνει και τονίζει συγκεκριμένες πλευρές του. Σχολιάζει, κινητοποιεί, ανασκάπτει, ανατρέπει, οραματίζεται. Ψάχνει στις σκιερές χαραμάδες, στον χώρο του μη ορατού, με άλλα λόγια φανερώνει αυτά που υπάρχουν αλλά δεν φαίνονται. Μ' αυτή την έννοια η τέχνη (όπως άλλωστε και η αρχιτεκτονική) δεν είναι απλώς μία καταγραφή της πραγματικότητας.
Δεν υπάρχει συνεπώς μία απαράβατη νομοτέλεια που να ορίζει με απόλυτη σαφήνεια τα όρια ανάμεσα στην αρχιτεκτονική και στην τέχνη από τη μια και στην επιστήμη από την άλλη. Ολα -με μια ευρύτερη έννοια- είναι ένα, μία αδιάσπαστη ενότητα. Γιατί δεν υπάρχει μόνον ένας τρόπος να βλέπουμε και να ζούμε τον κόσμο γύρω μας. Δεν υπάρχει μόνο ένα βλέμμα! Καθένας προσπαθεί από τη δική του σκοπιά να ξεδιαλύνει το μυστήριο της ζωής, να δώσει τις δικές του απαντήσεις. Να κατανοήσει τη θνητότητά μας, να εκφράσει, μ' άλλα λόγια, τον στοιχειωμένο κύκλο της ζωής και του θανάτου.
* Καθηγητής Αρχιτεκτονικής ΕΜΠ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

άφησε το σχόλιο σου