Μια μεγάλη μονογραφία για τον Αρη Κωνσταντινίδη, όπου χωρίς αγιογραφική επιδίωξη αναδεικνύονται η προσωπικότητα και το έργο του. Πώς διεκδίκησε μια μοναδική θέση στην ιστορία της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής και πώς αυτοκαταδικάστηκε σε περιθωριοποίηση
ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΙΑΚΟΥΜΑΚΑΤΟΣΗ θεωρία της «λοκομοτίβας» έχει να κάνει με το έργο ή τον δημιουργό που με τη δύναμη και την ακτινοβολία του είναι σε θέση να παρασύρει όλη την ομοειδή εθνική τέχνη σε μια εντονότερη παρουσία στο εξωτερικό και να οδηγήσει, αν είναι δυνατόν, σε μια παγκόσμια συλλογική αναγνώριση. Συνέβη παλαιότερα, στην Ελλάδα, με τον Νίκο Καζαντζάκη και τον Ζορμπά, στη δεκαετία του 1960 με τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, λίγο αργότερα με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο και τις εμφυλιοπολεμικές μνήμες του. Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι τα παραπάνω αφορούν μια Ελλάδα που δεν υπάρχει πια, εκείνη την εξωτική και άκρως γοητευτική «προκαταναλωτική Ελλάδα που πάει από τον Εμφύλιο ως το τέλος της δεκαετίας του 1960», όπως με ακρίβεια επισημαίνει ο άγγλος ιστορικός Κ. Frampton στη μονογραφία της Εlecta για τον Κωνσταντινίδη. Η Ελλάδα ήταν πρωτότυπη και ελκυστική όσο ήταν «διαφορετική» αλλά αυθεντική. Οταν φάνηκε να προσχωρεί σε μια δυτικότροπη επίφαση ζωής, έχασε κάθε δροσιά και κάθε ενδιαφέρον για τους ξένους ελληνόφιλους και λάτρεις της χαμένης πλέον Αρκαδίας.
Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται επακριβώς και στη σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονική. Παρά τις προσπάθειες των διεθνιστών, στο πλαίσιο ενός απολύτως θεμιτού κλίματος εκσυγχρονισμού που έρχεται από τη δεκαετία του 1950, η αναγνώριση και η προβολή της ελληνικής αρχιτεκτονικής έχει περάσει μέχρι σήμερα ως επί το πλείστον από το έργο όσων επένδυσαν στην ελληνική ιδιαιτερότητα. Μετά τις πρώτες μικρές αλλά σημαδιακές μονογραφίες για τον Κωνσταντινίδη στη Βουδαπέστη (Ι. Szilagyi, 1982) και για τους Δ. και Σ. Αντωνακάκη στη Νέα Υόρκη (Κ. Frampton, 1985), η κορύφωση ήλθε τα τελευταία χρόνια με την ένταξη δύο αρχιτεκτόνων μας, του Πικιώνη και του Κωνσταντινίδη, στη βιβλιοθήκη της Εlecta, στην πιο διάσημη δηλαδή και αναγνωρισμένη σειρά αρχιτεκτονικών μονογραφιών διεθνώς.
Ιδιότροπη μοναδικότητα
Στην πρόσφατη ογκώδη μονογραφία για τον Αρη Κωνσταντινίδη, η πρόθεση συστηματικής και «φιλολογικής» ιστοριογραφικής προσέγγισης, χαρακτηριστικής της ιταλικής σχολής, βρίσκει εξαιρετικό πεδίο εφαρμογής. Στα κείμενα των Κenneth Frampton, Ρaola Cofano, Giovanni Leoni και Ελένης Φεσσά (και ενός σύντομου αλλά χαρακτηριστικού σχολίου του Δημήτρη Κωνσταντινίδη) η προσωπικότητα του αθηναίου αρχιτέκτονα αναδεικνύεται μακριά από κάθε αγιογραφική επιδίωξη, τοποθετημένη καθώς είναι στο ευρύτερο πλαίσιο της εποχής της. Με την έννοια αυτή οι εύστοχες συγκριτικές αναφορές στο έργο ομοτέχνων του, όπως ο Ιταλός Μario Ridolfi, ο Πορτογάλος Fernando Τavora ή ο Καταλανός Jose Αntonio Coderch, αξίζουν ακόμη μεγαλύτερη εμβάθυνση. Παραμένει ωστόσο δεδομένη η ιδιό-τροπη μοναδικότητα του αρχιτέκτονα των ελληνικών Ξενία και των λαϊκών πολυκατοικιών του ΟΕΚ στις δεκαετίες του ΄50 και του ΄60.
Γιατί είναι προφανές, όπως σημειώνει με ιδιαίτερη κριτική οξυδέρκεια ο Leoni, ότι με την αναζήτηση της «αληθινής αρχιτεκτονικής» που καθαγιάζεται μόνο με την πράξη του οικοδομείν, με τη μεταμόρφωση της ανώνυμης παράδοσης σε αποκαλυπτικό θεμέλιο μιας αρχιτεκτονικής της νεωτερικότητας, με την προσωπική απέχθεια στην ιδέα της αρχιτεκτονικής πρωτοτυπίας και την πίστη σε θεμελιώδεις και αιώνιες αξίες και αλήθειες, με την αποσύνδεση του ανώνυμου από τη μυθολογία του Διεθνούς Στυλ, με την κριτική στάση απέναντι στις πρωτοπορίες του 20ού αιώνα, ο Κωνσταντινίδης διεκδικεί μια μοναδική θέση στην ιστορία της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής του 20ού αιώνα, αλλά ταυτόχρονα αυτοκαταδικάζεται σε μια σίγουρη περιθωριοποίηση.
Ο σχεδιαστής των «Ξενία»
Η ιδέα της νεωτερικότητας του Κωνσταντινίδη βρίσκεται έξω από τον χρόνο και δεν έχει να κάνει με μορφές αλλά με χώρους, σύμφωνα με την ταοϊστική αρχή της αίσθησης του κενού ως νοητικού τόπου, του κελύφους που ταυτίζεται με το κενό που περιέχει.
Ο τόμος των εκδόσεων Εlecta περιλαμβάνει ακόμη παράρτημα με την ιταλική μετάφραση γνωστών κειμένων του Κωνσταντινίδη, συνολικό κατάλογο των έργων με αρχειακές και βιβλιογραφικές παραπομπές, και κυρίως ενότητες σχεδίων, φωτογραφιών και φυσικά εικονογραφικής τεκμηρίωσης των κυριότερων κτιρίων του, με αποκλειστική βάση το αρχείο του αρχιτέκτονα στην Αθήνα. Ολο αυτό το υλικό παρουσιάζεται με νέα γραφιστική προσέγγιση και έξοχη εκτύπωση. Βέβαια, τίποτα δεν είναι φωτογραφημένο σήμερα, το έργο του Κωνσταντινίδη βρίσκεται, ενάντια στη φύση του, παγωμένο στον δικό του χρόνο. Οι αιτίες είναι πολλές, και βέβαια η σημερινή κατάσταση των κτιρίων:
αρκεί το παράδειγμα των «Ξενία», χωρίς άλλα σχόλια.
Οχι μόνο: ο Κωνσταντινίδης έχτισε αποκλειστικά στον δικό του τόπο, συνεπής καθώς ήταν με την προσωπική του αρχιτεκτονική πεποίθηση, αλλά αναζήτησε, ακόμη και μετά θάνατον, την αναγνώριση στο εξωτερικό.
Οι λογαριασμοί είναι ακόμη ανοιχτοί, και έχουμε όλοι να εξοφλήσουμε ένα χρέος.
Ο κ. Αντρέας Γιακουμακάτος διδάσκει Ιστορία της Αρχιτεκτονικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
άφησε το σχόλιο σου