Η συνέντευξη του Αρη Κωνσταντινίδη, ανέκδοτη ώς σήμερα, πάρθηκε στις 12 Απριλίου 1991, δυο χρόνια πριν από τον τραγικό θάνατο του μεγάλου αρχιτέκτονα και διανοητή. Διαβάζοντάς τη σήμερα, μόνο να νοσταλγήσουμε αφόρητα τον Αρη Κωνσταντινίδη μπορούμε, μόνο να νιώσουμε πόσο σημαντικός υπήρξε κι ας είναι το έργο του γύρω μας αφημένο στην τύχη του.
«Ο, τι έχω κτίσει στη ζωή μου, σήμερα δεν το αναγνωρίζω, το 'χουν αλλάξει», λέει και ο ίδιος οργισμένος. «Είμαι 78 χρονών, το μυαλό μου δουλεύει ακόμη, θα μπορούσα να χτίζω. Εδώ και δέκα χρόνια δεν έχω τίποτα. Ξαφνικά, παπ! κόπηκαν όλα με το μαχαίρι. Βέβαια, είχα αρχίσει να γίνομαι κι εγώ λιγάκι δύστροπος. Μόλις τελείωνα κάθε τι που έχτιζα και έφευγα, το αλλάζανε. Μ' αφήναν να το κάνω, διότι είχα και τον τρόπο να επιμένω, αλλά μετά το αλλάζανε. Τα "Ξενία" που έχω χτίσει, αγνώριστα. Τα 'χουν αλλάξει. Στα χρώματα, στα έπιπλα, σε όλα. Ή τα σπίτια. Αγνώριστα. Κι αρχίζω κι εγώ να λέω τότε "προς τι: "...».
Διηγείται μια ιστορία για το «μικρό σπιτάκι στην Ανάβυσσο», που «έχει στην καρδιά του», αφού για χάρη του υπέστη μια περιπέτεια. Το έχτισε για τον Τάκη Παπαπαναγιώτου. Οταν τελείωσε το χτίσιμο, ο ιδιοκτήτης έκανε ένα γλέντι να το δείξει στους φίλους του.
Διηγείται μια ιστορία για το «μικρό σπιτάκι στην Ανάβυσσο», που «έχει στην καρδιά του», αφού για χάρη του υπέστη μια περιπέτεια. Το έχτισε για τον Τάκη Παπαπαναγιώτου. Οταν τελείωσε το χτίσιμο, ο ιδιοκτήτης έκανε ένα γλέντι να το δείξει στους φίλους του.
«Κυριακή απόγευμα, καλοκαίρι, χαρά Θεού», θυμάται ο Αρης Κωνσταντινίδης. Οι φίλοι έγιναν έξαλλοι, όλοι. «Ρε Τάκη, εσύ μας έλεγες ότι χτίζεις μια βίλα στη θάλασσα. Ποια βίλα; Αυτό είναι ερείπιο. Γίνεται ένα με το τοπίο» (γελάει). Μεγαλύτερος έπαινος δεν θα μπορούσε να υπάρξει για μενα. Εκείνος συγκλονίστηκε όμως. Κι όταν φύγανε οι φίλοι του, μου είπε: «Βρε Αρη, δεν το βάφουμε άσπρο να φαίνεται σαν βίλα; ». Του 'πα: «Αστα αυτά, Τάκη. Δεν θα το βάψουμε άσπρο». Μετά δυο χρόνια το πουλάει...
Και σε κάποιο άλλο σημείο της συνέντευξης ο Αρης Κωνσταντινίδης ομολογεί ότι κάποτε, μετά από αλλεπάλληλες ανάλογες άσχημες εμπειρίες, άρχισε να σκέφτεται: «Αξίζει να σκοτώνεσαι για κάτι που μόλις σηκωθείς και φύγεις οι άλλοι θα σου το αλλάξουν με το πρόσχημα "δικό μου είναι, το κάνω ό,τι θέλω". Βέβαια είναι δικό σου, δε λέω, αλλά δεν μπορείς να το κάνεις ό,τι θέλεις».
Δεν διηγείται μόνο ιστορίες ο Αρης Κωνσταντινίδης στον Κωνσταντίνο Θέμελη. Εξηγεί απλά και με σαφήνεια τα πιστεύω του. Λίγες φράσεις του μόνο ακόμη αναδημοσιεύουμε γιατί τα λένε όλα και είναι μαγικές:
Δεν διηγείται μόνο ιστορίες ο Αρης Κωνσταντινίδης στον Κωνσταντίνο Θέμελη. Εξηγεί απλά και με σαφήνεια τα πιστεύω του. Λίγες φράσεις του μόνο ακόμη αναδημοσιεύουμε γιατί τα λένε όλα και είναι μαγικές:
«Εγώ νομίζω ότι τα καλά πράγματα, τα όμορφα πράγματα βγαίνουν πάντα μέσα από μια ανάγκη. Η αισθητική για μένα δεν υπάρχει. Μάλιστα, αν θέλετε να πω και μια κακία, είναι γερμανική εφεύρεση η αισθητική. Baumgarten o ιδρυτής της, τέλος πάντων... αλλά είναι γερμανική εφεύρεση για τον εξής λόγο: οι Γερμανοί έχουν μια τάση να είναι ωραία ντυμένοι, να είναι ωραίοι. Οι Εγγλέζοι, που τους ενδιαφέρει να ντύνονται πρακτικά, ντύνονται όμορφα»...
Η αμόλυντη φωνή
Πέντε δοκίμια για έναν ασκητή, τον αρχιτέκτονα Αρη Κωνσταντινίδη, που δεν έζησε σε καμία εποχή ούτε στη δική του γιατί δεν χωρούσε πουθενά.
Μια μοναχική, ηρωική πορεία.
Αν δεν ήμασταν κατά των αφορισμών, θα λέγαμε ότι ο Αρης Κωνσταντινίδης (1913 - 1993) είναι ο μεγαλύτερος αρχιτέκτων του 20ού αιώνα στην Ελλάδα. Δεν είναι μεγάλος απλώς για το έργο που οικοδόμησε αλλά γιατί επέλεξε τον ηρωικό δρόμο να βάλει μια τάξη σε ένα κυρίαρχο σύστημα αξιών και θεώρησης της αρχιτεκτονικής όχι μόνο από τους συναδέλφους του αλλά και από την ελληνική κοινωνία. Επέλεξε να έρθει αντιμέτωπος με τις κοινοτοπίες και τις ρηχές συμβατικότητες που συνόδευαν την αρχιτεκτονική διαδικασία της εποχής του αλλά κυρίως επιχείρησε τη διατύπωση των συντεταγμένων μιας νέας ηθικής προσέγγισης της τεκτονικής πράξης. Οραματίστηκε μια συνολική ανατροπή, ονειρεύτηκε μια νέα Αρκαδία, όπου η ζωή, το περιβάλλον και η αρχιτεκτονική θα συνθέτονταν σε μια ανανεωμένη, τελική αρμονία. Εξηγούμαστε: δεν εξέφρασε μόνο ο Κωνσταντινίδης στη διάρκεια του αιώνα αυτά τα ιδανικά μεταξύ των ελλήνων αρχιτεκτόνων, μιας κατηγορίας διανοουμένων που βρέθηκε επανειλημμένα σε απεγνωσμένα αδιέξοδα, πράγμα που ακόμη δεν αναγνωρίζεται από την παραφιλολογία που θέλει τους αρχιτέκτονες γενικώς υπεύθυνους για τα «τσιμεντένια κουτιά» και για την κατάσταση του χτιστού περιβάλλοντος στην Ελλάδα. Ο Κωνσταντινίδης ωστόσο συμπύκνωσε με τραγική ένταση αυτή την προσπάθεια, την οποία επένδυσε με ένα έργο που, σε σχέση με την εποχή του, αποτελεί την πιο πειστική και εμπνευσμένη απάντηση για το πώς είναι δυνατή η άσκηση μιας αρχιτεκτονικής αντιρομαντικής, συνεπούς σε προδιαγεγραμμένες αρχές, που δεν προσβάλλει την αισθητική και κατανοεί το πνεύμα του τόπου. Η πορεία αυτή αναπτύχθηκε, όπως ήταν φυσικό, μέσα σε οδυνηρή απομόνωση και σε τεράστιες αντιφάσεις, κυρίως στο υπαρξιακό και θεωρητικό πεδίο, αντιφάσεις που τον οδήγησαν στην τελική αυτοχειρία.
Το μικρό βιβλίο του Δ. Φιλιππίδη, προϊόν μιας νέας σειράς αρχιτεκτονικής των εκδόσεων Libro, είναι φιλόδοξο γιατί επιλέγει να ασχοληθεί με ορισμένα ζητήματα «μεγάλης πνοής» που αφορούν τον αθηναίο αρχιτέκτονα. Ανήκει σε ένα βιβλιογραφικό είδος σε πλήρη ανεπάρκεια στον τόπο μας και απευθύνεται οπωσδήποτε σε υποψιασμένους αναγνώστες: πρόκειται για πέντε σύντομα κείμενα, που συνοδεύονται μόνο από την απαραίτητη εικονογράφηση. Τα προς ανάλυση θέματα σχετίζονται με τον Κωνσταντινίδη και την παράδοση, με το ξενοδοχείο «Τρίτων» στην Ανδρο, με τα μέσα έκφρασης του Κωνσταντινίδη, με τον Κωνσταντινίδη και την εποχή του, με το Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων. Το αντικείμενο βέβαια είναι τόσο μεγάλο, που γεννιέται αμέσως η αίσθηση της έλλειψης και της απουσίας θεμάτων που θα έδιναν άλλες διαστάσεις στη δημοσίευση. Είπαμε όμως ότι πρόκειται για «επιλογή» και θα πρέπει να δούμε το βιβλίο γι' αυτό που είναι.
Πολύ σωστά ο Φιλιππίδης αναπτύσσει την ανάλυσή του βασισμένος σε μεγάλο βαθμό στα κείμενα του Κωνσταντινίδη. Αυτό το είδος της προσέγγισης ο συγγραφέας το επιχειρεί από παλιά, σε ένα χώρο όπου η διαδικασία αυτή θα πρέπει να θεωρείται κάθε άλλο παρά δεδομένη και όπου η σχετική έρευνα κινείται ακόμη στην επιφάνεια. Στην περίπτωση βέβαια του Κωνσταντινίδη μια τέτοια μεθοδολογία είναι σχεδόν υποχρεωτική. Γι' αυτόν τον αρχιτέκτονα ο γραπτός λόγος υπήρξε βασικό μέσο έκφρασης, παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με τον ίδιο μια άλλη από τις αντιφάσεις του «όσο πιο άσχημα χτίζουμε τόσο πιο πολλά θα γράφουμε». Για τον Κωνσταντινίδη η αφιέρωση στο γράψιμο ήταν ένας άλλος τρόπος εξωτερίκευσης μιας εκρηκτικής προσωπικότητας, που είχε βαθιά πεποίθηση για τη χωρίς ανταπόκριση αξία της αποκαλυπτικής αλήθειας που ο ίδιος μόνο κατείχε, και που αισθανόταν να κινείται στο περιθώριο μιας ανεξέλεγκτης κοινωνικής διαδικασίας.
Πολύ σωστά ο Φιλιππίδης αναπτύσσει την ανάλυσή του βασισμένος σε μεγάλο βαθμό στα κείμενα του Κωνσταντινίδη. Αυτό το είδος της προσέγγισης ο συγγραφέας το επιχειρεί από παλιά, σε ένα χώρο όπου η διαδικασία αυτή θα πρέπει να θεωρείται κάθε άλλο παρά δεδομένη και όπου η σχετική έρευνα κινείται ακόμη στην επιφάνεια. Στην περίπτωση βέβαια του Κωνσταντινίδη μια τέτοια μεθοδολογία είναι σχεδόν υποχρεωτική. Γι' αυτόν τον αρχιτέκτονα ο γραπτός λόγος υπήρξε βασικό μέσο έκφρασης, παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με τον ίδιο μια άλλη από τις αντιφάσεις του «όσο πιο άσχημα χτίζουμε τόσο πιο πολλά θα γράφουμε». Για τον Κωνσταντινίδη η αφιέρωση στο γράψιμο ήταν ένας άλλος τρόπος εξωτερίκευσης μιας εκρηκτικής προσωπικότητας, που είχε βαθιά πεποίθηση για τη χωρίς ανταπόκριση αξία της αποκαλυπτικής αλήθειας που ο ίδιος μόνο κατείχε, και που αισθανόταν να κινείται στο περιθώριο μιας ανεξέλεγκτης κοινωνικής διαδικασίας.
Στο πρώτο δοκίμιο ο συγγραφέας εξετάζει με τρόπο που δεν έχει επιχειρηθεί ως σήμερα το πρώτο βιβλιαράκι του Κωνσταντινίδη «Δυο "χωριά" απ' τη Μύκονο» (1947), ένα πόνημα όπου αναντίρρητα κυριαρχεί το φάντασμα του «εραστή» Πικιώνη, με τον οποίο ο αθηναίος αρχιτέκτων βρέθηκε πάντα σε απόλυτη ιδεολογική διάσταση. Ο Φιλιππίδης προχωρεί σε εύστοχες επισημάνσεις: το γεγονός για παράδειγμα ότι ο Κωνσταντινίδης δεν ήρθε τόσο σε σύγκρουση με την εποχή του και τον τόπο του αλλά ουσιαστικά με τον ίδιον του τον εαυτό· το ότι η πρόσληψη της φύσης είναι γι' αυτόν μια απόλυτα εσωτερική διαδικασία· το ότι ο ίδιος δεν προέβη ποτέ σε ουσιαστική ανάλυση της λαϊκής αρχιτεκτονικής, μιας αρχιτεκτονικής έξω από τον χρόνο· το ότι βρίσκεται σε μια πρώτη θεμελιώδη αντίφαση στην προσέγγιση του λαϊκού ως προϊόντος του αισθήματος και του πάθους, ενώ ο ίδιος θα κινηθεί πάντοτε με γνώμονα «τη λογική και τεχνογνωσία» ως γνήσια μοντέρνος αρχιτέκτονας. Ο συγγραφέας καταλήγει ότι ο Κωνσταντινίδης επανερμήνευσε τη φύση αναδημιουργώντας την εντός του: η φύση έγινε δική του εικόνα και ομοίωση, μετατράπηκε σε αντανάκλαση του προσωπικού του συστήματος αξιών. Η ρωμαλέα εντούτοις προσέγγιση του Κωνσταντινίδη για το λαϊκό βρίσκει μεγάλες αναλογίες με άλλες προηγούμενες, για παράδειγμα του Πικιώνη ή του μοντερνιστή Καραντινού: το 1925 ο Πικιώνης εκφραζόταν με τους ίδιους όρους για το «ιερό» σπίτι του Ροδάκη στην Αίγινα, το 1947 ο Κωνσταντινίδης επικαλούνταν την «αμόλυντη φωνή» των δυο «χωριών» (διάβαζε σπιτιών) στη Μύκονο. Η διαφορά κατά τη γνώμη μου βρίσκεται σε δύο εδάφια του κειμένου του '47, που ο Φιλιππίδης δεν επισημαίνει: στο πρώτο (σ. 23) ο Κωνσταντινίδης είναι κατηγορηματικός λέγοντας ότι «δεν έχουμε σήμερα Ελληνική αρχιτεκτονική. Δεν έχουμε αρχιτεκτονικές μορφές που να στέκουν μέσα στο φως και στη μορφή του τοπίου μας».
Η τομή με το παρελθόν και την τρέχουσα αρχιτεκτονική πρακτική είναι σαφής. Ακόμη μεγαλύτερη σημασία έχει όμως το εδάφιο (σ. 34) όπου ο Κωνσταντινίδης μιλάει για το λαϊκό ευρείας κατανάλωσης ως «ζωγραφική εικόνα»: «Αλήθεια, γιατί να μην καταλάβουμε πως και αυτό το λαϊκό αρχιτεκτονικό έργο είναι το αποτέλεσμα μιας ωρισμένης κοινωνικής λειτουργίας και πως ολόκληρη η μορφή του η νομιμότητά του δεν είναι τίποτε άλλο παρά το δείγμα κάποιας συγκεκριμένης βαθμίδας πολιτισμού, η έκφραση μιας περιωρισμένης τεχνικής και αισθητικής μορφολογίας;». Το απόσπασμα αυτό διατυπώνει με μοναδική σαφήνεια μια καίρια θέση· αποτελεί επίσης ερμηνευτικό κλειδί για το τι ζητούσε ο Κωνσταντινίδης από το λαϊκό και ποια ήταν η ουσία της δικής του επίκαιρης προσέγγισης, πνευματικής και ταυτόχρονα αντικειμενικής.
Εύστοχη είναι η επιλογή της ανάλυσης των κτιρίων του ξενοδοχείου στην Ανδρο και του Αρχαιολογικού Μουσείου Ιωαννίνων, δύο έργων που αποτελούν ακρογωνιαίους λίθους στο σύνολο της παραγωγής του Κωνσταντινίδη. Θα πρέπει ωστόσο να υπογραμμιστούν με μεγαλύτερη σαφήνεια οι αναρίθμητες οφειλές του τελευταίου αυτού έργου στα Αρχαιολογικά Μουσεία Ηρακλείου και Θεσσαλονίκης, έργα και τα δύο του Π. Καραντινού. Αξιόλογα αν και κάπως συνοπτικά ερεθίσματα δίνονται στο δοκίμιο για τα μέσα έκφρασης του αρχιτέκτονα: το σκίτσο, τη φωτογραφία, τον σχεδιασμό εντύπων και εκθέσεων, το «χτίσιμο» των κειμένων του, όπου αφενός επισημαίνεται εύστοχα η αντίθεση σκίτσων - φωτογραφιών ως αιχμηρή - ειρηνοποιός διαδικασία, ενώ προκύπτει η στα όρια της παραφοράς ανάγκη άμεσου ελέγχου κάθε εκφραστικού τρόπου που έθετε συχνά τον Κωνσταντινίδη σε αναπόφευκτο προσωπικό αδιέξοδο και σε ρήξη με τον περίγυρό του.
Το καλύτερο πάντως και πιο αρμονικά δομημένο κείμενο είναι αυτό για τον Κωνσταντινίδη και την εποχή του. Σε μελετήματα του είδους είναι πολύ φυσικό να διαφωνεί κανείς σε επιμέρους παρατηρήσεις, όπως π.χ. για την υποτιθέμενη «επαναστατικότητα» του Νίκου Μητσάκη ή για την αναφορά του Κωνσταντινίδη σε ένα συγκεκριμένο παρελθόν: ο παρωχημένος χρόνος είναι μάλλον γι' αυτόν ένα μαγματικό, ιδανικό δοχείο εμπειριών, το οποίο επικαλείται αφηρημένα, γιατί είναι αδύνατον να γίνει αποδεκτός, να αποτελέσει αντιπροσωπευτική έκφραση του καιρού του. Και αυτό το επισημαίνει με άλλον τρόπο ο συγγραφέας, όταν διαπιστώνει ότι «ο Κωνσταντινίδης δεν έζησε σε καμμιά εποχή, ακόμα περισσότερο στη δική του· δεν θα χωρούσε πουθενά». Ο Φιλιππίδης επισημαίνει επίσης την αίσθηση της δημιουργικής αυτοδυναμίας και τις ανθρωπιστικές καταβολές της παιδείας του Κωνσταντινίδη, παιδείας ταυτόσημης με εκείνη των φωτισμένων αστών του ελληνικού Μεσοπολέμου, επισημαίνει τις αναλογίες του με την προηγούμενη ηρωική γενιά του ντόπιου μοντέρνου κινήματος, την οποία ωστόσο ήταν πολύ νέος για να συνειδητοποιήσει (δεν σπούδασε άλλωστε στην Αθήνα αλλά στο Μόναχο). Από αυτή εντούτοις την άποψη ο Κωνσταντινίδης ήταν μάλλον τυχερός: γεφύρωσε πράγματι δύο περιόδους της ελληνικής αρχιτεκτονικής αλλά μπόρεσε να αναπτύξει τη δημιουργική του ορμή σε μιαν εποχή όπου η συντριπτική πλειονότητα των μόλις αρχαιότερων προκατόχων του είχε παραδώσει ηττημένη τα όπλα, γιατί εξαιτίας άλλων αρχών και ιδανικών βρέθηκε σε απόλυτη αδυναμία να γίνει ενεργό και δημιουργικό μέλος αυτής της ίδιας μεταπολεμικής εποχής.
Του Αντρέα Γιακουμακάτου
Ο κ. Αντρέας Γιακουμακάτος διδάσκει Ιστορία της Αρχιτεκτονικής στο Πανεπιστήμιο Φλωρεντίας.
Ο κ. Αντρέας Γιακουμακάτος διδάσκει Ιστορία της Αρχιτεκτονικής στο Πανεπιστήμιο Φλωρεντίας.
Το ΒΗΜΑ, 11 Ιανουαρίου 1998
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
άφησε το σχόλιο σου