«...Μόνο ο ναός (οίκος Θεού) και ο τάφος έχουνε το δικαίωμα να είναι μνημεία. Και δεν είναι αληθινή αρχιτεκτονική κατασκευή το οποιοδήποτε «οικοδόμημα» είτε αυτό ιστορεί παλιές μορφές, είτε μονάχα τις πλαστικές (γλυπτικές και ζωγραφικές) ανησυχίες του καιρού του».
Στη φλύαρη εποχή μας, απόψεις που προϋποθέτουν «όραση πνεύματος και καρδιάς» αναδύονται σαν πολύτιμα μέταλλα. Ετσι αισθάνεται κανείς ξαναδιαβάζοντας σήμερα τις σκέψεις του Αρη Κωνσταντινίδη για την ελληνική αρχιτεκτονική, όπως έχουν διατυπωθεί πριν από μισόν αιώνα στην εμβληματική τριάδα των έργων του: «Δυό "χωριά" απ' τη Μύκονο» (1947), «Τα παλιά αθηναϊκά σπίτια» (1950), «Ξωκλήσια της Μυκόνου» (1953) που επανεκδόθηκαν από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης και παρουσιάζονται σήμερα (7,30 μ.μ.) στο Μουσείο Μπενάκη (Πειραιώς 138).
«Το αληθινό αρχιτεκτονικό έργο, είναι μια ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ, σαν ένας ανθρώπινος οργανισμός, που ανθεί σε ένα συγκεκριμένο έδαφος (τοπίο) σύμφωνα με του ίδιους νόμους που πλάθουν ένα φυτό, έναν άνθρωπο ή ένα ζώο», σύμφωνα με τον Ελληνα αρχιτέκτονα. Με αυτή την έννοια, ο νεοκλασικισμός αποτέλεσε παράταιρη παρέμβαση στη φτωχή Ελλάδα τα πρώτα χρόνια μετά την απελεύθερωσή της, υποστηρίζει.
«Η επίσημη αρχιτεκτονική εκείνης της παλιάς αθηναϊκής εποχής, μέσα από διάθεση καθαρά ρομαντική έστησε και στον τόπο μας τα επιτήδεια σκηνοθετήματα της "Ευρώπης". Γιατί, πραγματικά, από πούθε ήρθανε όλα αυτά τα αρχαία αετώματα και οι κλασικοί κίονες στη νέα Ελλάδα; Και πώς δικαιώνουνε τη μορφή τους αυτά, τα "κλασικιστικά" όπως τα λένε, οικοδομήματα, όπου στην όψη τους ιστορείται νοσταλγικά και το πιο μικρό "κλασικό" μορφολογικό στοιχείο;».
Την εποχή εκείνη «οι πιο πολλοί αρχιτέκτονες και όσοι δεν ήτανε ξένοι, εμφανίστηκαν "γερμανομαθημένοι". Είχε χαθεί το δημιουργικό πνεύμα και κυριαρχούσε στα έργα τους "η μιμητική φαντασία". Και σαν να επλησίαζε το τέλος του κόσμου και το τέλος της αρχιτεκτονικής, έχτιζαν στην Αθήνα, όπως στο Βερολίνο και στο Μόναχο και στη Βιέννη. Μόνο και μόνο "για να είναι... διεθνείς"».
Ο Κωνσταντινίδης, ως δημιουργός ο ίδιος λιτών λιθόκτιστων κατασκευών που δεν αναμετρήθηκαν με το περιβάλλον αλλά έγιναν μέρος του (βλ. τα παλιά ξεθωριασμένα «Ξενία»), πίστευε ότι στη «ρομαντική ελληνολατρία των ξένων χρωστά πάρα πολλά ο τόπος μας», αλλά και γι' αυτήν την ελληνολατρία «πληρώνουμε και σήμερα ακόμη όλοι».
Οι δημιουργοί εκείνης της εποχής «δεν άκουγαν τη φωνή ενός νεοελληνικού λόγου και μιας νεοελληνικής πνοής, αλλά κουφοί και τυφλοί, μέσα σε ένα νεοελληνικό έδαφος, έψαχναν με τα γερασμένα τους δάκτυλα επάνω στο ανάγλυφο αλφάβητο των νεκρών μορφολογικών στοιχείων του οποιουδήποτε παρελθόντος». Ετσι, «ο αληθινός νεοελληνικός αρχιτεκτονικός λόγος πλάθονταν κάπου αλλού, στο μικρό και σεμνό και λιτό και ανθρώπινο "λαϊκό" αρχιτεκτονικό έργο».
Γι' αυτό και ο ίδιος δίνει όλη την προσοχή του στη «λαϊκή» αρχιτεκτονική των αθηναϊκών σπιτιών. Στα μικρά «δοχεία» ζωής που συνδύαζαν το στιβαρό με το αραχνοΰφαντο, έτσι καθώς ήταν καμωμένα από έναν πέτρινο τοίχο και ένα ξύλινο χαγιάτι.
Οι λαϊκοί τεχνίτες έπαιζαν ασυνείδητα με το κλειστό των εσωτερικών δωματίων και το ανοικτό της σάλας που έβλεπε σε μια εσωτερική αυλή. Αυτή τη μορφή είχαν τα σπίτια στο κέντρο της Αθήνας ώς το 1950, στις οδούς Σόλωνος, Ακομινάτου, Χαριλάου Τρικούπη, Μενάνδρου, στην Τριπόδων και στη Μιχαήλ Βόδα, όπως βλέπουμε στις σχεδιαστικές και φωτογραφικές αποτυπώσεις του Κωνσταντινίδη στο βιβλίο του «Τα παλιά αθηναϊκά σπίτια».
Από νωρίς είχε παρατηρήσει πως «κάτι χτισίματα φτωχικά, κάτι παράνομα χτισίματα» μέσα στις πόλεις ή στις παρυφές τους, εντάσσονται αρμονικά στο τοπίο που «τα αγκαλιάζει, τα δέχεται και τους κρατά συντροφιά». Πράγμα που δεν συμβαίνει με τα αρχιτεκτονήματα πολλών σπουδασμένων. «Σπουδάζουμε χρόνια και χρόνια, σε ειδικές σχολές και μάλιστα κάτω από την καθοδήγηση σοφών ανθρώπων. Ομως χάνουμε φαίνεται το αίσθημα, το πνεύμα και τον πιο εσώτερο παλμό της ψυχής, χάνουμε την επαφή με τη φύση».
Το συμπέρασμα είναι δυσάρεστο: «Δεν έχουμε αρχιτεκτονική -κι ας μη θυμώνει κανένας! Δεν έχουμε αρχιτεκτονικές μορφές που να στέκουν μέσα στο φως και στη μορφή του τοπίου μας, δεν έχουμε ούτε θα αποκτήσουμε ποτές, όσο ο εαυτός μας τρέχει και ακκίζεται και τσακίζεται για πράξεις που δεν έχουν παρά μονάχα μιαν πρόσκαιρη σημασία». *